σπερμολογικός: Difference between revisions

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de parasite, de bouffon.<br />'''Étymologie:''' [[σπερμολόγος]].
|btext=ή, όν :<br />de parasite, de bouffon.<br />'''Étymologie:''' [[σπερμολόγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''σπερμολογικός:''' [[бессодержательный]], [[пустой]] ([[περίεργος]] καὶ σ. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σπερμολογικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σπερμολόγος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σπερμολογία]].
|mltxt=-ή, -ό / [[σπερμολογικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σπερμολόγος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[σπερμολογία]].
}}
{{elru
|elrutext='''σπερμολογικός:''' [[бессодержательный]], [[пустой]] ([[περίεργος]] καὶ σ. Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπερμολογικός Medium diacritics: σπερμολογικός Low diacritics: σπερμολογικός Capitals: ΣΠΕΡΜΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: spermologikós Transliteration B: spermologikos Transliteration C: spermologikos Beta Code: spermologiko/s

English (LSJ)

ή, όν, like a σπερμολόγος III, frivolous, περίεργα καὶ σ. Id.2.664a.

German (Pape)

[Seite 920] ή, όν, von der Art eines σπερμολόγος, schmarotzerartig, possenhaft; καὶ περίεργος, Plut. Symp. 4, 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de parasite, de bouffon.
Étymologie: σπερμολόγος.

Russian (Dvoretsky)

σπερμολογικός: бессодержательный, пустой (περίεργος καὶ σ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σπερμολογικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς σπερμολόγον (ΙΙ), ἀνόητος, τὰ σπ. καὶ περίεργα Πλούτ. 2. 664Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σπερμολογικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σπερμολόγος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σπερμολογία.