σπουδαστός: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ή, όν :<br />digne d'être recherché.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]]. | |btext=ή, όν :<br />digne d'être recherché.<br />'''Étymologie:''' [[σπουδάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σπουδαστός -ή -όν [σπουδάζω] waar men zijn best voor doet, waard om na te streven. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπουδαστός:''' [adj. verb. к [[σπουδάζω]] заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''σπουδαστός:''' -ή, -όν ([[σπουδάζω]]), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με [[προθυμία]] ή να δοκιμαστεί με ζήλο, [[άξιος]] σπουδής, [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''σπουδαστός:''' -ή, -όν ([[σπουδάζω]]), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με [[προθυμία]] ή να δοκιμαστεί με ζήλο, [[άξιος]] σπουδής, [[σπουδαίος]], [[σημαντικός]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σπουδαστός''': -ή, -όν, ὁ [[ἄξιος]] νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σπουδαστός]], ή, όν [[σπουδάζω]]<br />that deserves to be sought or [[tried]] [[zealously]], Plat. | |mdlsjtxt=[[σπουδαστός]], ή, όν [[σπουδάζω]]<br />that deserves to be sought or [[tried]] [[zealously]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, that deserves to be sought or tried zealously, Pl.Hp.Ma.297b, Arist.EN1163b25.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
digne d'être recherché.
Étymologie: σπουδάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπουδαστός -ή -όν [σπουδάζω] waar men zijn best voor doet, waard om na te streven.
Russian (Dvoretsky)
σπουδαστός: [adj. verb. к σπουδάζω заслуживающий стараний, достойный усилий, значительный Plat. etc.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α σπουδάζω
αυτός με τον οποίο αξίζει να ασχοληθεί πρόθυμα και μεθοδικά κάποιος.
Greek Monotonic
σπουδαστός: -ή, -όν (σπουδάζω), αυτός που αξίζει να επιζητηθεί με προθυμία ή να δοκιμαστεί με ζήλο, άξιος σπουδής, σπουδαίος, σημαντικός, σε Πλάτ.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαστός: -ή, -όν, ὁ ἄξιος νὰ ζητηθῇ μετὰ σπουδῆς ἢ νὰ δοκιμασθῇ μετὰ ζήλου, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 297Β, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 14. 4.
Middle Liddell
σπουδαστός, ή, όν σπουδάζω
that deserves to be sought or tried zealously, Plat.