στρατοπεδευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le campement <i>ou</i> le camp.<br />'''Étymologie:''' [[στρατοπεδεύω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le campement <i>ou</i> le camp.<br />'''Étymologie:''' [[στρατοπεδεύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' [[лагерный]] (σχήματοι Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε [[στρατόπεδο]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''στρᾰτοπεδευτικός:''' [[лагерный]] (σχήματοι Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν<br />of an [[encampment]], Polyb.
|mdlsjtxt=στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν<br />of an [[encampment]], Polyb.
}}
}}

Revision as of 16:04, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοπεδευτικός Medium diacritics: στρατοπεδευτικός Low diacritics: στρατοπεδευτικός Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stratopedeutikós Transliteration B: stratopedeutikos Transliteration C: stratopedeftikos Beta Code: stratopedeutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of an encampment, σχήματα Plb.6.30.3; concerning encampments, βίβλος Aen.Tact.21.2.

German (Pape)

[Seite 952] zum Lagern, Lageraufschlagen, zum Heereslager gehörig, σχήματα, Pol. 6, 30, 3.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne le campement ou le camp.
Étymologie: στρατοπεδεύω.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰτοπεδευτικός: лагерный (σχήματοι Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς στρατόπεδον, σχήματα, Πολύβ. 6. 30, 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στρατοπεδευτικός, -ή, -όν, ΝΑ στρατοπεδεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

στρᾰτοπεδευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει σε στρατόπεδο, σε Πολύβ.

Middle Liddell

στρᾰτοπεδευτικός, ή, όν
of an encampment, Polyb.