συμφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ακος (ὁ) :<br />compagnon de garde.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φύλαξ]].
|btext=ακος (ὁ) :<br />compagnon de garde.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[φύλαξ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμφύλαξ''': [], -ακος, ὁ, ὁ συμφυλάσσων, ὁ [[ὁμοῦ]] φυλάττων ἢ φρουρῶν, Θουκ. 5. 80, Πλάτ. Πολ. 463Β, C· σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 11, κτλ.
|elnltext=συμ-φύλαξ -ακος, ὁ, Att. ξυμφύλαξ medebewaker; met dat. met iem.
}}
{{elru
|elrutext='''συμφύλαξ:''' ᾰκος () совместно несущий стражу или охрану (Thuc. etc.; [[ξύμμαχος]] καὶ σ. τινί τινος Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''συμφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάει [[σκοπιά]] ή φρουρεί από κοινού, σε Θουκ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
|lsmtext='''συμφύλαξ:''' [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάει [[σκοπιά]] ή φρουρεί από κοινού, σε Θουκ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμφύλαξ:''' ᾰκος () совместно несущий стражу или охрану (Thuc. etc.; [[ξύμμαχος]] καὶ σ. τινί τινος Xen.).
|lstext='''συμφύλαξ''': [], -ακος, ὁ, ὁ συμφυλάσσων, ὁ [[ὁμοῦ]] φυλάττων ἢ φρουρῶν, Θουκ. 5. 80, Πλάτ. Πολ. 463Β, C· σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 11, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=συμ-φύλαξ -ακος, , Att. ξυμφύλαξ medebewaker; met dat. met iem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:23, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφύλαξ Medium diacritics: συμφύλαξ Low diacritics: συμφύλαξ Capitals: ΣΥΜΦΥΛΑΞ
Transliteration A: symphýlax Transliteration B: symphylax Transliteration C: symfylaks Beta Code: sumfu/lac

English (LSJ)

[ῠ], ᾰκος, ὁ, fellow-watchman or guard, Th.5.80, Pl.R. 463b, 463c; σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, X.Cyr.8.6.11, 8.1.10.

German (Pape)

[Seite 993] ακος, ὁ, Mitwächter; Thuc. 5, 80; Plat. Rep. V, 463 c; τινὶ τῆς ἀρχῆς, Xen. Cyr. 8, 6, 11.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
compagnon de garde.
Étymologie: σύν, φύλαξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φύλαξ -ακος, ὁ, Att. ξυμφύλαξ medebewaker; met dat. met iem.

Russian (Dvoretsky)

συμφύλαξ: ᾰκος (ῠ) ὁ совместно несущий стражу или охрану (Thuc. etc.; ξύμμαχος καὶ σ. τινί τινος Xen.).

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
σύμφρουρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φύλαξ.

Greek Monotonic

συμφύλαξ: [ῠ], -ᾰκος, ὁ, αυτός που φυλάει σκοπιά ή φρουρεί από κοινού, σε Θουκ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφύλαξ: [ῠ], -ακος, ὁ, ὁ συμφυλάσσων, ὁ ὁμοῦ φυλάττων ἢ φρουρῶν, Θουκ. 5. 80, Πλάτ. Πολ. 463Β, C· σ. τινὶ τῆς ἀρχῆς, τῆς εὐδαιμονίας, Ξεν. Κύρ. 8. 6, 11, κτλ.

Middle Liddell

σῠμ-φύλαξ, ακος,
a fellow-watchman or guard, Thuc., Plat., Xen., etc.

English (Woodhouse)

fellow-guard

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)