συνεπακολουθέω: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />suivre ensemble, accompagner, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπακολουθέω]].
|btext=-ῶ :<br />suivre ensemble, accompagner, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπακολουθέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συνεπᾰκολουθέω''': ἐπακολουθῶ [[ὁμοῦ]], ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, [[συνοδεύω]], Πλάτ. Φαίδων 81Ε· τινι Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 426. 15, Στράβ. 380· ἐπὶ πραγμάτων, Ἱππ. 274. 40, Πλούτ., κλπ.
|elnltext=συν-επακολουθέω van dichtbij volgen, begeleiden.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπᾰκολουθέω:''' [[сопровождать]] Plat., Plut.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνεπᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]], [[συνοδεύω]], [[επακολουθώ]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''συνεπᾰκολουθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[ακολουθώ]] από κοντά, [[παρακολουθώ]], [[συνοδεύω]], [[επακολουθώ]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συνεπᾰκολουθέω:''' [[сопровождать]] Plat., Plut.
|lstext='''συνεπᾰκολουθέω''': ἐπακολουθῶ [[ὁμοῦ]], ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, [[συνοδεύω]], Πλάτ. Φαίδων 81Ε· τινι Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 426. 15, Στράβ. 380· ἐπὶ πραγμάτων, Ἱππ. 274. 40, Πλούτ., κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-επακολουθέω van dichtbij volgen, begeleiden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[follow]] [[closely]], Plat.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[follow]] [[closely]], Plat.
}}
}}

Revision as of 22:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπᾰκολουθέω Medium diacritics: συνεπακολουθέω Low diacritics: συνεπακολουθέω Capitals: ΣΥΝΕΠΑΚΟΛΟΥΘΕΩ
Transliteration A: synepakolouthéō Transliteration B: synepakoloutheō Transliteration C: synepakoloutheo Beta Code: sunepakolouqe/w

English (LSJ)

follow closely, accompany, Pl.Phd.81e, Plu.Alex. 41; τινι Str.8.6.22; Νεῖλος συνεπηκολούθηκα I Nilus have been present too (at the transaction), PFay.43.4 (i B.C.), cf. PLond.2.256 (e).3 (i A.D.); of things, Hp.Oss.4, Ocell.2.22, Sor.1.31, etc.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
suivre ensemble, accompagner, τινι.
Étymologie: σύν, ἐπακολουθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-επακολουθέω van dichtbij volgen, begeleiden.

Russian (Dvoretsky)

συνεπᾰκολουθέω: сопровождать Plat., Plut.

Greek Monotonic

συνεπᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω, ακολουθώ από κοντά, παρακολουθώ, συνοδεύω, επακολουθώ, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπᾰκολουθέω: ἐπακολουθῶ ὁμοῦ, ἀκολουθῶ ἐκ τοῦ πλησίον, συνοδεύω, Πλάτ. Φαίδων 81Ε· τινι Καλλικρ. παρὰ Στοβ. 426. 15, Στράβ. 380· ἐπὶ πραγμάτων, Ἱππ. 274. 40, Πλούτ., κλπ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to follow closely, Plat.