συντριαινόω: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=-ῶ :<br />renverser d'un coup de trident, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τριαινόω]].
|btext=-ῶ :<br />renverser d'un coup de trident, bouleverser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τριαινόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συντριαινόω''': [[συνταράσσω]] διὰ τριαίνης, [[φέρω]] ἄνω [[κάτω]], [[ταῦτα]] πάντα συντριαινῶν ἀπολέσω Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 2· [[καθόλου]], [[συντρίβω]], [[καταστρέφω]], στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 946.
|elnltext=συν-τριαινόω geheel loswrikken.
}}
{{elru
|elrutext='''συντριαινόω:''' досл. сокрушать трезубцем, перен. разрушать, ломать (πόλιν στρεπτῷ σιδήρῳ Eur.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συντριαινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, συνταράζω, [[συγκλονίζω]] ή [[καταστρέφω]] με [[τρίαινα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''συντριαινόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, συνταράζω, [[συγκλονίζω]] ή [[καταστρέφω]] με [[τρίαινα]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συντριαινόω:''' досл. сокрушать трезубцем, перен. разрушать, ломать (πόλιν στρεπτῷ σιδήρῳ Eur.).
|lstext='''συντριαινόω''': [[συνταράσσω]] διὰ τριαίνης, [[φέρω]] ἄνω [[κάτω]], [[ταῦτα]] πάντα συντριαινῶν ἀπολέσω Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 2· [[καθόλου]], [[συντρίβω]], [[καταστρέφω]], στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 946.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-τριαινόω geheel loswrikken.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[shatter]] as with a [[trident]], Eur.
|mdlsjtxt=fut. ώσω<br />to [[shatter]] as with a [[trident]], Eur.
}}
}}

Revision as of 22:37, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρῐαινόω Medium diacritics: συντριαινόω Low diacritics: συντριαινόω Capitals: ΣΥΝΤΡΙΑΙΝΟΩ
Transliteration A: syntriainóō Transliteration B: syntriainoō Transliteration C: syntriainoo Beta Code: suntriaino/w

English (LSJ)

shatter with a trident, Pl.Com.24: generally, shatter, στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν E.HF946.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
renverser d'un coup de trident, bouleverser.
Étymologie: σύν, τριαινόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τριαινόω geheel loswrikken.

Russian (Dvoretsky)

συντριαινόω: досл. сокрушать трезубцем, перен. разрушать, ломать (πόλιν στρεπτῷ σιδήρῳ Eur.).

Greek Monotonic

συντριαινόω: μέλ. -ώσω, συνταράζω, συγκλονίζω ή καταστρέφω με τρίαινα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

συντριαινόω: συνταράσσω διὰ τριαίνης, φέρω ἄνω κάτω, ταῦτα πάντα συντριαινῶν ἀπολέσω Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ἑλλάδι» 2· καθόλου, συντρίβω, καταστρέφω, στρεπτῷ σιδήρῳ συντριαινώσω πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 946.

Middle Liddell

fut. ώσω
to shatter as with a trident, Eur.