σύμφυρτος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />confondu, confus, brouillé.<br />'''Étymologie:''' [[συμφύρω]].
|btext=ος, ον :<br />confondu, confus, brouillé.<br />'''Étymologie:''' [[συμφύρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σύμφυρτος''': -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.
|elnltext=σύμφυρτος -ον [συμφύρω] door elkaar gemengd, verward.
}}
{{elru
|elrutext='''σύμφυρτος:''' [[смешанный]]: σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. все смешалось (в кучу).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σύμφυρτος:''' -ον, [[ανάμεικτος]], ανακατωμένος, [[σύμμεικτος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σύμφυρτος:''' -ον, [[ανάμεικτος]], ανακατωμένος, [[σύμμεικτος]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σύμφυρτος:''' [[смешанный]]: σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. все смешалось (в кучу).
|lstext='''σύμφυρτος''': -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.
}}
{{elnl
|elnltext=σύμφυρτος -ον [συμφύρω] door elkaar gemengd, verward.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 22:34, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμφυρτος Medium diacritics: σύμφυρτος Low diacritics: σύμφυρτος Capitals: ΣΥΜΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: sýmphyrtos Transliteration B: symphyrtos Transliteration C: symfyrtos Beta Code: su/mfurtos

English (LSJ)

ον, commingled, confounded, E.Hipp.1234.

German (Pape)

[Seite 993] durch einander geknetet, verwirrt, σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. Hipp. 1234.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
confondu, confus, brouillé.
Étymologie: συμφύρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμφυρτος -ον [συμφύρω] door elkaar gemengd, verward.

Russian (Dvoretsky)

σύμφυρτος: смешанный: σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. все смешалось (в кучу).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφυρτος, -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν συμφύρω
αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος.

Greek Monotonic

σύμφυρτος: -ον, ανάμεικτος, ανακατωμένος, σύμμεικτος, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφυρτος: -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.

Middle Liddell

σύμφυρτος, ον,
commingled, confounded, Eur. [from συμφῡ/ρω]

English (Woodhouse)

confounded, mixed in a heap

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)