συνημερευτής: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon avec qui l'on passe ses journées.<br />'''Étymologie:''' [[συνημερεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />compagnon avec qui l'on passe ses journées.<br />'''Étymologie:''' [[συνημερεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνημερευτής -οῦ, ὁ [συνημερεύω] iemand om de dag mee door te brengen, dagelijkse metgezel.
}}
{{elru
|elrutext='''συνημερευτής:''' οῦ ὁ человек, с которым проводят дни, постоянный спутник, сотоварищ Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνημερευτής:''' -οῦ, ὁ, [[καθημερινός]] [[σύντροφος]] κάποιου, αυτός με τη [[συντροφιά]] του οποίου περνάει [[κάποιος]] την [[ημέρα]] του, σε Αριστ.
|lsmtext='''συνημερευτής:''' -οῦ, ὁ, [[καθημερινός]] [[σύντροφος]] κάποιου, αυτός με τη [[συντροφιά]] του οποίου περνάει [[κάποιος]] την [[ημέρα]] του, σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=συνημερευτής -οῦ, ὁ [συνημερεύω] iemand om de dag mee door te brengen, dagelijkse metgezel.
}}
{{elru
|elrutext='''συνημερευτής:''' οῦ ὁ человек, с которым проводят дни, постоянный спутник, сотоварищ Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συνημερευτής]], οῦ, ὁ,<br />a [[daily]] [[companion]], Arist. [from [[συνημερεύω]]
|mdlsjtxt=[[συνημερευτής]], οῦ, ὁ,<br />a [[daily]] [[companion]], Arist. [from [[συνημερεύω]]
}}
}}

Revision as of 00:13, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνημερευτής Medium diacritics: συνημερευτής Low diacritics: συνημερευτής Capitals: ΣΥΝΗΜΕΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: synēmereutḗs Transliteration B: synēmereutēs Transliteration C: synimereftis Beta Code: sunhmereuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, daily companion, Id.Pol.1314a10.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
compagnon avec qui l'on passe ses journées.
Étymologie: συνημερεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνημερευτής -οῦ, ὁ [συνημερεύω] iemand om de dag mee door te brengen, dagelijkse metgezel.

Russian (Dvoretsky)

συνημερευτής: οῦ ὁ человек, с которым проводят дни, постоянный спутник, сотоварищ Arst.

Greek (Liddell-Scott)

συνημερευτής: -οῦ, ὁ, ὁ συνδιημερεύων τινί, καθημερινὸς σύντροφος, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 14.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνημερεύω
καθημερινός σύντροφος.

Greek Monotonic

συνημερευτής: -οῦ, ὁ, καθημερινός σύντροφος κάποιου, αυτός με τη συντροφιά του οποίου περνάει κάποιος την ημέρα του, σε Αριστ.

Middle Liddell

συνημερευτής, οῦ, ὁ,
a daily companion, Arist. [from συνημερεύω