τανύφλοιος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à l'écorce allongée ; au tronc élancé.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[φλοιός]].
|btext=ος, ον :<br />à l'écorce allongée ; au tronc élancé.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[φλοιός]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύφλοιος:''' [[с обтянутой]] (гладкой) корой, по по друг. - с длинной корой, т. е. высокий ([[κρανείη]] Hom.; [[ἐρινεός]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύφλοιος:''' -ον ([[τανύω]]), λέγεται για τα δέντρα, αυτός που έχει φλοιό που εκτείνεται σε μεγάλο [[μήκος]], δηλ. ψηλός, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τᾰνύφλοιος:''' -ον ([[τανύω]]), λέγεται για τα δέντρα, αυτός που έχει φλοιό που εκτείνεται σε μεγάλο [[μήκος]], δηλ. ψηλός, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύφλοιος:''' [[с обтянутой]] (гладкой) корой, по по друг. - с длинной корой, т. е. высокий ([[κρανείη]] Hom.; [[ἐρινεός]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰνύ-φλοιος, ον, [[τανύω]]<br />of trees, with [[long]]-stretched [[bark]], i. e. of [[tall]] or [[slender]] [[growth]], Il.
|mdlsjtxt=τᾰνύ-φλοιος, ον, [[τανύω]]<br />of trees, with [[long]]-stretched [[bark]], i. e. of [[tall]] or [[slender]] [[growth]], Il.
}}
}}

Revision as of 16:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύφλοιος Medium diacritics: τανύφλοιος Low diacritics: τανύφλοιος Capitals: ΤΑΝΥΦΛΟΙΟΣ
Transliteration A: tanýphloios Transliteration B: tanyphloios Transliteration C: tanyfloios Beta Code: tanu/floios

English (LSJ)

ον, of trees, with longstretched bark, i.e. of tall or slender growth, κράνεια Il.16.767; αἴγειρος S.Fr.593.2(lyr.); ἔρινος Theoc.25.250; ἐλάτη Orph.A.607.

German (Pape)

[Seite 1068] eigtl. mit langer Rinde, daher von Bäumen = lang od. schlank gewachsen, κράνεια, Il. 16, 767; αἴγειρος, Soph. frg. 692; ἐλάτη, Orph. Arg. 605; ἔρινεός, Theocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à l'écorce allongée ; au tronc élancé.
Étymologie: τανύω, φλοιός.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύφλοιος: с обтянутой (гладкой) корой, по по друг. - с длинной корой, т. е. высокий (κρανείη Hom.; ἐρινεός Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύφλοιος: -ον, ἐπὶ δένδρων, ὁ ἔχων φλοιὸν ἐπὶ μῆκος ἐκτεινόμενον, δηλ. ὑψηλός, κρανείη Ἰλ. Π. 767· αἴγειρος Σοφ. Ἀποσπ. 692.

English (Autenrieth)

with thin (smooth, tender) bark, Il. 16.767†.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για δένδρα)
1. αυτός που έχει φλοιό ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλο μήκος ή αυτός που έχει λεπτό φλοιό
2. (κατ. επέκτ.) ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του αμάρτυρου επιθ. τανύς (βλ. λ. τείνω) + φλοιός (πρβλ. δασυ-φλοιος). Για το θ. του α' συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι.

Greek Monotonic

τᾰνύφλοιος: -ον (τανύω), λέγεται για τα δέντρα, αυτός που έχει φλοιό που εκτείνεται σε μεγάλο μήκος, δηλ. ψηλός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

τᾰνύ-φλοιος, ον, τανύω
of trees, with long-stretched bark, i. e. of tall or slender growth, Il.