ταμεσίχρως: Difference between revisions
Καλὸν φέρουσι καρπὸν οἱ σεμνοὶ τρόποι → Mores decori frugis est pulchrae seges → Ein ehrbarer Charakter bringt willkommne Frucht
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος (ὁ, ἡ)<br />qui coupe la peau, qui déchire le corps.<br />'''Étymologie:''' ταμεῖν, [[χρώς]]. | |btext=οος (ὁ, ἡ)<br />qui coupe la peau, qui déchire le corps.<br />'''Étymologie:''' ταμεῖν, [[χρώς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰμεσίχρως:''' οος adj. разрезающий кожу, ранящий ([[ἐγχείη]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰμεσίχρως:''' ὁ, ἡ ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει το [[δέρμα]], που τραυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''τᾰμεσίχρως:''' ὁ, ἡ ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει το [[δέρμα]], που τραυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τέμνω]]<br />[[cutting]] the [[skin]], wounding, Il. | |mdlsjtxt=[[τέμνω]]<br />[[cutting]] the [[skin]], wounding, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 3 October 2022
English (LSJ)
οος, ὁ, ἡ, (τάμνω) cutting the skin, wounding, χαλκός, ἐγχεῖαι, Il.4.511, 13.340.
German (Pape)
[Seite 1065] οος, die Haut, den Leib schneidend, verwundend; ταμεσίχροα χαλκόν, Il. 4, 511. 23, 803; ἐγχείας ταμεσίχροας, 13, 340; sp. D., wie Paul. Sil. 40 (XI, 60).
French (Bailly abrégé)
οος (ὁ, ἡ)
qui coupe la peau, qui déchire le corps.
Étymologie: ταμεῖν, χρώς.
Russian (Dvoretsky)
τᾰμεσίχρως: οος adj. разрезающий кожу, ранящий (ἐγχείη Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰμεσίχρως: οος, ὁ, ἡ, (τάμνω) ὁ τέμνων τὸ δέρμα, τραυματίζων, χαλκός, ἐγχείη Ἰλ. Δ. 511, Ν. 340.
English (Autenrieth)
οος (τάμνω, χρώς): cutting the skin, sharp-cutting. (Il.)
Greek Monolingual
-οος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που κόβει, που τραυματίζει το δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. σχηματισμένη από τον αόρ. β' ταμεῖν του ρ. τέμνω, κατά τα σύνθ. του τύπου τερψίμ-βροτος (βλ. λ. τέρπω) + -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»)].
Greek Monotonic
τᾰμεσίχρως: ὁ, ἡ (τέμνω), αυτός που κόβει το δέρμα, που τραυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.