τραγόπους: Difference between revisions

From LSJ

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />à pieds de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[πούς]].
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> όποδος<br />à pieds de bouc.<br />'''Étymologie:''' [[τράγος]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγόπους:''' 2, gen. ποδος козлоногий ([[Πάν]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγόπους:''' -ποδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ανθ.
|lsmtext='''τρᾰγόπους:''' -ποδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγόπους:''' 2, gen. ποδος козлоногий ([[Πάν]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τρᾰγό-πους,<br />[[goat]]-footed, Anth.
|mdlsjtxt=τρᾰγό-πους,<br />[[goat]]-footed, Anth.
}}
}}

Revision as of 16:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγόπους Medium diacritics: τραγόπους Low diacritics: τραγόπους Capitals: ΤΡΑΓΟΠΟΥΣ
Transliteration A: tragópous Transliteration B: tragopous Transliteration C: tragopous Beta Code: trago/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, ἡ, goat-footed, Simon.133, AP6.315 (Nicod.).

German (Pape)

[Seite 1133] οδος, bocksfüßig, Ep. ad. 315 (Plan. 262).

French (Bailly abrégé)

ους, ουν ; gén. όποδος
à pieds de bouc.
Étymologie: τράγος, πούς.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγόπους: 2, gen. ποδος козлоногий (Πάν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας τράγου, Σιμωνίδ. 134, Ἀνθ. Π. 6. 315· τὸν τραγόπουν καὶ τὸν σεμνὸν Πᾶνα Γρηγ. Ναζ. τ. 1, σ. 81C.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
(λόγιος τ.) τραγοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λεοντό-πους].

Greek Monotonic

τρᾰγόπους: -ποδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ανθ.

Middle Liddell

τρᾰγό-πους,
goat-footed, Anth.