τριπλασιάζω: Difference between revisions
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τριπλάσιος]]. | |btext=tripler.<br />'''Étymologie:''' [[τριπλάσιος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τριπλασιάζω [τριπλάσιος] alleen pass. verdrievoudigd worden. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τριπλᾰσιάζω:''' [[утраивать]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|lsmtext='''τρῐπλᾰσιάζω:''' μέλ. <i>τριπλασιάσω</i>, [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], κάνω τριπλάσιο, σε Πλούτ. | |lsmtext='''τρῐπλᾰσιάζω:''' μέλ. <i>τριπλασιάσω</i>, [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], κάνω τριπλάσιο, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τρῐπλᾰσιάζω''': ὡς καὶ νῦν, [[πολλαπλασιάζω]] ἐπὶ [[τρία]], ποιῶ τριπλάσιον, Πλούτ. 2. 1028Β - ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστείδῃ 24· - [[ἐντεῦθεν]] τρῐπλᾰσιασμός, ὁ, τὸ τριπλασιάζειν, ὁ αὐτ. 2. 1028C. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρῐπλᾰσιάζω, fut. -σω<br />to [[triple]], [[take]] [[three]] times, Plut. | |mdlsjtxt=τρῐπλᾰσιάζω, fut. -σω<br />to [[triple]], [[take]] [[three]] times, Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 22:39, 2 October 2022
English (LSJ)
to triple, take three times, Apollod.2.4.8, Plu.2.1028b, Dam.Pr.98:—Pass., Plu.Arist.24:—hence τριπλᾰσῐ-ασμός, ὁ, a tripling, Id.2.1028c (pl.).
French (Bailly abrégé)
tripler.
Étymologie: τριπλάσιος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριπλασιάζω [τριπλάσιος] alleen pass. verdrievoudigd worden.
Russian (Dvoretsky)
τριπλᾰσιάζω: утраивать Plut.
Greek Monolingual
ΝΜΑ τριπλάσιος
πολλαπλασιάζω κάτι επί τρία, καθιστώ κάτι τρεις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο («α. τριπλασιάστηκε το έλλειμμα του προϋπολογισμού» β. «Ζεὺς... τὴν μίαν τριπλασιάσας νύκτα», Απολλόδ.).
Greek Monotonic
τρῐπλᾰσιάζω: μέλ. τριπλασιάσω, πολλαπλασιάζω επί τρία, κάνω τριπλάσιο, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπλᾰσιάζω: ὡς καὶ νῦν, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, ποιῶ τριπλάσιον, Πλούτ. 2. 1028Β - ὁ αὐτ. ἐν Ἀριστείδῃ 24· - ἐντεῦθεν τρῐπλᾰσιασμός, ὁ, τὸ τριπλασιάζειν, ὁ αὐτ. 2. 1028C.