τραγῳδικός: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />tragique.<br />'''Étymologie:''' [[τραγῳδός]].
|btext=ή, όν :<br />tragique.<br />'''Étymologie:''' [[τραγῳδός]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγῳδικός:''' [[трагедийный]], [[трагический]] (χοροί Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρᾰγῳδικός:''' -ή, -όν, αυτός που αρμόζει σε τραγικό ποιητή ή σε [[τραγωδία]], <i>χοροί</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>τραγῳδικὸν βλέπειν</i>, [[φαίνομαι]] [[τραγικός]], σε Αριστοφ.· <i>ὠδυνήθην τραγῳδικόν</i>, υπέμεινα τραγική [[οδύνη]], στον ίδ.
|lsmtext='''τρᾰγῳδικός:''' -ή, -όν, αυτός που αρμόζει σε τραγικό ποιητή ή σε [[τραγωδία]], <i>χοροί</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>τραγῳδικὸν βλέπειν</i>, [[φαίνομαι]] [[τραγικός]], σε Αριστοφ.· <i>ὠδυνήθην τραγῳδικόν</i>, υπέμεινα τραγική [[οδύνη]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρᾰγῳδικός:''' [[трагедийный]], [[трагический]] (χοροί Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:24, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγῳδικός Medium diacritics: τραγῳδικός Low diacritics: τραγωδικός Capitals: ΤΡΑΓΩΔΙΚΟΣ
Transliteration A: tragōidikós Transliteration B: tragōdikos Transliteration C: tragodikos Beta Code: tragw|diko/s

English (LSJ)

ή, όν, befitting a tragic poet or tragedy, τραγῳδικὸν βλέπει Ar.Pl.424: generally, like τραγικός, τ. χοροί Id.Th.391 (as cited by Sch.Pl.Thg. 127c); τ. θρόνος Ar.Ra.769; τ. τέχνη ib. 1495 (lyr.); ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a tragic woe, Id.Ach.9. Adv. -κῶς Eust.632.37.

German (Pape)

[Seite 1133] ή, όν, dem tragischen Dichter, der Tragödie gehörig, gemäß, übh. = dem gew. τραγικός; τέχνη, Ar. Ran. 1491; τραγῳδικὸν βλέπειν, Plut. 424.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
tragique.
Étymologie: τραγῳδός.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγῳδικός: трагедийный, трагический (χοροί Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγῳδικός: -ή, -όν, ἁρμόζων εἰς τραγικὸν ποιητὴν ἢ εἰς τραγῳδίαν, τραγῳδικὸν βλέπειν Ἀριστοφ. Πλ. 424· καθόλου, ὡς τὸ τραγικός, τρ. χοροὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 886· τρ. θρόνος ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 769· τρ. τέχνη αὐτόθι 1495· ὠδυνήθην τραγῳδικόν, ὑπέμεινα τραγικὴν ὀδύνην, ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 9. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 632. 37.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τραγωδία ή στον τραγωδό
2. τραγικός («ἦλθες ποθενὴ μὲν τραγωδικοῖς χοροῖς», Αριστοφ.)
3. φρ. «ὀδυνῶμαι τραγῳδικόν» — δοκιμάζω τραγική οδύνη (Αριστοφ.).
επίρρ...
τραγωδικῶς Μ
με τραγῳδικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδός. Αντί του τ. τραγῳδικός χρησιμοποιείται συνήθως ο τ. τραγικός].

Greek Monotonic

τρᾰγῳδικός: -ή, -όν, αυτός που αρμόζει σε τραγικό ποιητή ή σε τραγωδία, χοροί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τραγῳδικὸν βλέπειν, φαίνομαι τραγικός, σε Αριστοφ.· ὠδυνήθην τραγῳδικόν, υπέμεινα τραγική οδύνη, στον ίδ.

Middle Liddell

τρᾰγῳδικός, ή, όν
befitting tragedy, χοροί Hdt., Ar.; τραγῳδικὸν βλέπειν to look tragic, Ar.; ὠδυνήθην τραγῳδικόν suffered a tragic woe, Ar.

English (Woodhouse)

tragic, connected with tragedy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)