φιλοθύτης: Difference between revisions

From LSJ

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[φιλόθυτος]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[φιλόθυτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοθύτης:''' ου (ῠ) ὁ любящий приносить жертвы, охотник до жертвоприношений Arph., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοθύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά τις θυσίες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ὄργια]] φιλόθυτα, τελετές που γίνονται από ενθουσιώδεις θιασώτες, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''φῐλοθύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αγαπά τις θυσίες, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[ὄργια]] φιλόθυτα, τελετές που γίνονται από ενθουσιώδεις θιασώτες, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοθύτης:''' ου (ῠ) ὁ любящий приносить жертвы, охотник до жертвоприношений Arph., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλοθῠ́της, ου, ὁ,<br />[[fond]] of sacrifices, Ar.
|mdlsjtxt=φῐλοθῠ́της, ου, ὁ,<br />[[fond]] of sacrifices, Ar.
}}
}}

Revision as of 16:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοθύτης Medium diacritics: φιλοθύτης Low diacritics: φιλοθύτης Capitals: ΦΙΛΟΘΥΤΗΣ
Transliteration A: philothýtēs Transliteration B: philothytēs Transliteration C: filothytis Beta Code: filoqu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, fond of sacrifices, Ar.V.82, Antipho 2.2.12, Plu.Rom.7, etc.; φ. περὶ τὸ θεῖον Thphr. Fr.152.

German (Pape)

[Seite 1280] ὁ, = Folgdm; Ar. Vesp. 82; Antiph. 2 β 12; Sp., wie Plut. Rom. 7.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. φιλόθυτος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοθύτης: ου (ῠ) ὁ любящий приносить жертвы, охотник до жертвоприношений Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοθύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἀγαπῶν τὰς θυσίας, Ἀριστοφ. Σφ. 82, Ἀντιφῶν 117. 34, Πλούτ., κλπ.· φ. περὶ τὸ θεῖον Θεόφρ. ἐν Στοβ. 40. 18· ― τὸ ὄργια φιλόθυτα, ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. σ. 180, φαίνεται ὅτι σημαίνει ὄργια τελούμενα ὑπὸ ζηλωτῶν λατρευτῶν.

Greek Monolingual

ὁ, Α
φιλόθυτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. φιλεῖ θύειν].

Greek Monotonic

φῐλοθύτης: [ῠ], -ου, ὁ,
I. αυτός που αγαπά τις θυσίες, σε Αριστοφ.
II. Παθ., ὄργια φιλόθυτα, τελετές που γίνονται από ενθουσιώδεις θιασώτες, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φῐλοθῠ́της, ου, ὁ,
fond of sacrifices, Ar.