φρενοβλάβεια: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />atteinte à l'intelligence, folie, démence.<br />'''Étymologie:''' [[φρενοβλαβής]].
|btext=ας (ἡ) :<br />atteinte à l'intelligence, folie, démence.<br />'''Étymologie:''' [[φρενοβλαβής]].
}}
{{elru
|elrutext='''φρενοβλάβεια:''' ἡ [[помешательство]], [[безумие]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φρενοβλάβεια:''' ἡ, [[ζημιά]] στο [[μυαλό]], [[τρέλα]], [[αφροσύνη]], σε Λουκ.
|lsmtext='''φρενοβλάβεια:''' ἡ, [[ζημιά]] στο [[μυαλό]], [[τρέλα]], [[αφροσύνη]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''φρενοβλάβεια:''' ἡ [[помешательство]], [[безумие]] Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[φρενοβλάβεια]], ἡ,<br />[[damage]] of the [[understanding]], [[madness]], [[folly]], Luc. [from φρενοβλᾰβής]
|mdlsjtxt=[[φρενοβλάβεια]], ἡ,<br />[[damage]] of the [[understanding]], [[madness]], [[folly]], Luc. [from φρενοβλᾰβής]
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενοβλάβεια Medium diacritics: φρενοβλάβεια Low diacritics: φρενοβλάβεια Capitals: ΦΡΕΝΟΒΛΑΒΕΙΑ
Transliteration A: phrenoblábeia Transliteration B: phrenoblabeia Transliteration C: frenovlaveia Beta Code: frenobla/beia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, damage of the understanding, madness, folly, D.H.5.9, Ph.2.49, Luc.Syr.D.18, Cat.Cod.Astr.2.174.

German (Pape)

[Seite 1304] ἡ, Verletzung am Verstande, Wahnsinn, Unsinn, Thorheit, Luc. dea syr. 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
atteinte à l'intelligence, folie, démence.
Étymologie: φρενοβλαβής.

Russian (Dvoretsky)

φρενοβλάβεια:помешательство, безумие Luc.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοβλάβεια: ἡ, ἡ τῶν φρενῶν βλάβη, παραφροσύνη, μανία, τρέλλα, Διονύσ. Ἁλ. 5. 9, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 18, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και φρενοβλαβία ΜΑ, και ποιητ. τ. φρενοβλαβίη Α φρενοβλαβής
βλάβη της διανοητικής λειτουργίας, παραφροσύνη, τρέλα
αρχ.
εκδήλωση μανίας, τρέλας («τὸν ἐπὶ ταῖς ἀνωτάτω φρενοβλαβείαις γέλωτα», Κύριλλ.).

Greek Monotonic

φρενοβλάβεια: ἡ, ζημιά στο μυαλό, τρέλα, αφροσύνη, σε Λουκ.

Middle Liddell

φρενοβλάβεια, ἡ,
damage of the understanding, madness, folly, Luc. [from φρενοβλᾰβής]