χαρακόω: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />entourer de pieux, palissader, acc..<br />'''Étymologie:''' [[χάραξ]].
|btext=-ῶ :<br />entourer de pieux, palissader, acc..<br />'''Étymologie:''' [[χάραξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰρᾰκόω:''' [[обносить частоколом]], [[огораживать]] (τὴν πόλιν χ. καὶ τειχίζειν Plut.; χ. καὶ ταφρεύειν Diod.): τὸ [[ὄστρακον]] κεχαρακωμένον ταῖς ἀκάνθαις Arst. скорлупа (морского ежа), окруженная шипами.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χᾰρᾰκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[φράσσω]] με πασσάλους, [[οχυρώνω]], σε Αισχίν., Πλούτ.
|lsmtext='''χᾰρᾰκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[φράσσω]] με πασσάλους, [[οχυρώνω]], σε Αισχίν., Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χᾰρᾰκόω:''' [[обносить частоколом]], [[огораживать]] (τὴν πόλιν χ. καὶ τειχίζειν Plut.; χ. καὶ ταφρεύειν Diod.): τὸ [[ὄστρακον]] κεχαρακωμένον ταῖς ἀκάνθαις Arst. скорлупа (морского ежа), окруженная шипами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[fence]] by a [[palisade]], [[fortify]], Aeschin., Plut.
|mdlsjtxt=<br />to [[fence]] by a [[palisade]], [[fortify]], Aeschin., Plut.
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰρᾰκόω Medium diacritics: χαρακόω Low diacritics: χαρακόω Capitals: ΧΑΡΑΚΟΩ
Transliteration A: charakóō Transliteration B: charakoō Transliteration C: charakoo Beta Code: xarako/w

English (LSJ)

A fence by a palisade, fortify, Ἐλάτειαν Aeschin.3.140; χ. καὶ ταφρεύειν πόλιν D.S.23.18, cf. Plu.Cleom.20; metaph., χ. τὸν πλοῦτον Philostr.VA7.23: c. dat. modi, τὸ στόμα ὀδοῦσι Herm. ap. Stob.1.49.69; τὼ πόδε σκύτεσιν Max.Tyr.36.2:—Pass., ὄστρακον κεχαρακωμένον ταῖς ἀκάνθαις, of the echinus, sea urchin Arist.PA679b29; metaph., μᾶζα κεχαρακωμένη ἀχύροις Antiph.226.1: f.l. for ἐκαρώθη in Ant.Lib.12.4. 2 abs., χαρακόω ἐπὶ Ἰερουσαλήμ = raise a barricade against Jerusalem, besiege Jerusalem, LXXJe.39(32).2. II prop vines with stakes, (ἄμπελον) PCair.Zen.229 (iii B. C.), cf. Gp.5.27.1; βλαστόν PSI6.624.14 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1335] 1) pfählen, mit Pfählen versehen und stützen, z. B. ἄμπελον, Geopon. – 2) mit Pfählen umgeben und befestigen, verpallisadiren, Ἐλάτειαν Aesch. 3, 140; auch ἀχύροις κεχαρακωμένη μᾶζα, Antiphan. bei Ath. II, 60 c; ἀκάνθαις Arist. partt. an. 4, 5.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
entourer de pieux, palissader, acc..
Étymologie: χάραξ.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρᾰκόω: обносить частоколом, огораживать (τὴν πόλιν χ. καὶ τειχίζειν Plut.; χ. καὶ ταφρεύειν Diod.): τὸ ὄστρακον κεχαρακωμένον ταῖς ἀκάνθαις Arst. скорлупа (морского ежа), окруженная шипами.

Greek (Liddell-Scott)

χαρᾰκόω: μέλλ. -ώσω, περιφράττω διὰ χαρακώματος, περιφράττω, ὀχυρώνω. Ἐλάτειαν καταλαβὼν ἐχαράκωσε καὶ φρουρὰν εἰσήγαγε Αἰσχίν. 73. 29· ἐχαράκουν καὶ ἐτάφρευον τὴν πόλιν Διοδ. Ἐκλογ. 505. 95, πρβλ. Πλουτ. Κλεομ. 20· μεταφορ., οὕτω μὲν χαρακώσαντες τὸν πλοῦτον, οὕτω δὲ ἀσφαλῶς τειχισάμενοι Φιλόστρ. 304· μετὰ δοτ. τρόπου, χ. ἀκάνθαις Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· τὸ στόμα ὁδοῦσι Στοβ. Ἐκλογ. Ἠθ. 1086. - Παθ., κεχαρακωμένον ταῖς ἀκάνθαις, ἐπὶ τοῦ ἐχίνου (ἀκανθοχοίρου), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 5, 23· μεταφορ., μᾶζα κεχαρακωμένη ἀχύροις Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 1· - παρὰ τῷ Ἀντων. Λιβ. 12, ὁ Xylander διώρθωσεν ἐκαρώθη (ἐναρκώθη) ἀντὶ ἐχαρακώθη. 2) ἀπολ., καὶ δύναμις βασιλέως Βαβυλῶνος ἐχαράκωσεν ἐπὶ Ἰερουσαλήμ, ἤγειρε χαρακώματα ἐναντίον αὐτῆς, ἐπολιόρκησεν αὐτήν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ΛΘ´, 2). ΙΙ. ὑποστηρίζω διὰ χαράκων, οἱ μὲν ταπεινότερον, οἱ δὲ ὑψηλότερον χαρακοῦσι τὰς ἀμπέλους Γεωπ. 5. 27, 1· χαρακῶν συκόμορον Θεοδοτ. Ἀμὼς Ζ´, 14.

Greek Monotonic

χᾰρᾰκόω: μέλ. -ώσω, φράσσω με πασσάλους, οχυρώνω, σε Αισχίν., Πλούτ.

Middle Liddell


to fence by a palisade, fortify, Aeschin., Plut.