χρυσομίτρης: Difference between revisions
ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → every inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />au bandeau d'or <i>ou</i> à la mitre d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[μίτρα]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />au bandeau d'or <i>ou</i> à la mitre d'or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[μίτρα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσομίτρης:''' ου, дор. χρῡσομίτρας, ᾱ adj. m с золотой митрой ([[Βάκχος]] Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσομίτρης:''' -ου, Δωρ. -μίτρας, -α, ὁ ([[μίτρα]]), αυτός που [[φορά]] [[μίτρα]] ή [[στέμμα]] από χρυσό, σε Σοφ. | |lsmtext='''χρῡσομίτρης:''' -ου, Δωρ. -μίτρας, -α, ὁ ([[μίτρα]]), αυτός που [[φορά]] [[μίτρα]] ή [[στέμμα]] από χρυσό, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χρῡσο-μίτρης, ου, [[μίτρα]]<br />with [[girdle]] or headband of [[gold]], Soph. | |mdlsjtxt=χρῡσο-μίτρης, ου, [[μίτρα]]<br />with [[girdle]] or headband of [[gold]], Soph. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:04, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, Dor. χρυσο-μίτρας, α, ὁ, A with girdle or headband of gold, epithet of Dionysus, S.OT209 (lyr.); pecul. fem. -μίτρη, of Phoebe, Opp. C.2.2. 2 gold-bound, πίνακες Hippoloch. ap. Ath.4.130b.
German (Pape)
[Seite 1381] ὁ, mit goldenem Gürtel, goldener Hauptbinde, übh. mit goldener Einfassung; so heißt Bacchus, Soph. O. R. 209; πίνακες Ath. IV, 130 b.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
au bandeau d'or ou à la mitre d'or.
Étymologie: χρυσός, μίτρα.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσομίτρης: ου, дор. χρῡσομίτρας, ᾱ adj. m с золотой митрой (Βάκχος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσομίτρης: -ου, Δωρ. -μίτρας, α, ὁ,ὁ φορῶν χρυσῆν μίτραν, ἐπίθ. τοῦ Βάκχου, Σοφ. Ο. Τ. 209· ἰδιότυπον θηλ. -μίτρη, ἐπὶ τῆς Φοίβης, Ὀππ. Κυνηγ. 2. 2. 2) ὁ διὰ χρυσοῦ δεδεμένος, χρυσόδετος, πίνακες Ἱππόλοχος παρ’ Ἀθην. 130Β.
Spanish
Greek Monolingual
και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α
1. (το αρσ. ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα
2. χρυσόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- / χρυσεο- + -μίτρης (< μίτρα / μίτρη), πρβλ. αἰολο-μίτρης].
Greek Monotonic
χρῡσομίτρης: -ου, Δωρ. -μίτρας, -α, ὁ (μίτρα), αυτός που φορά μίτρα ή στέμμα από χρυσό, σε Σοφ.
Middle Liddell
χρῡσο-μίτρης, ου, μίτρα
with girdle or headband of gold, Soph.