χιλιοστύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ύος (ἡ) :<br />corps de mille hommes.<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]].
|btext=ύος (ἡ) :<br />corps de mille hommes.<br />'''Étymologie:''' [[χίλιοι]].
}}
{{elru
|elrutext='''χῑλιοστύς:''' ύος ἡ тысячный отряд Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χῑλιοστύς:''' -ύος, ἡ ([[χίλιοι]]), [[σώμα]] χιλίων [[ανδρών]], σε Ξεν.
|lsmtext='''χῑλιοστύς:''' -ύος, ἡ ([[χίλιοι]]), [[σώμα]] χιλίων [[ανδρών]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''χῑλιοστύς:''' ύος ἡ тысячный отряд Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χῑλιοστύς, ύος, ἡ, [[χίλιοι]]<br />a [[body]] of a [[thousand]], Xen.
|mdlsjtxt=χῑλιοστύς, ύος, ἡ, [[χίλιοι]]<br />a [[body]] of a [[thousand]], Xen.
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑλιοστύς Medium diacritics: χιλιοστύς Low diacritics: χιλιοστύς Capitals: ΧΙΛΙΟΣΤΥΣ
Transliteration A: chiliostýs Transliteration B: chiliostys Transliteration C: chiliostys Beta Code: xiliostu/s

English (LSJ)

ύος, ἡ, body of a thousand, X.Cyr.2.4.3, 6.3.13.31.

German (Pape)

[Seite 1356] ἡ, eine Zahl von Tausend, z. B. eine Abtheilung Soldaten, Xen. Cyr. 2, 4,3. 6, 3,31.

French (Bailly abrégé)

ύος (ἡ) :
corps de mille hommes.
Étymologie: χίλιοι.

Russian (Dvoretsky)

χῑλιοστύς: ύος ἡ тысячный отряд Xen.

Greek (Liddell-Scott)

χῑλιοστύς: -ύος, ἡ, σῶμα στρατιωτῶν ἐκ χιλίων, παραγγείλας τὴν πρώτην χιλιοστὺν ἕπεσθαι κατὰ χώραν Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 4, 3· τὴν χιλιοστὴν τῶν ἱππέων λαβὼν 6. 3, 13 καὶ 31.

Greek Monolingual

και χιλιαστύς και χελληστύς, -ύος, ἡ, Α
1. τμήμα φυλής στην Σάμο, στην Κω, στην Έφεσο κ.α., του οποίου υποδιαιρέσεις ήταν οι εκατοστύες και τα γένη
2. στρ. σώμα χιλίων στρατιωτών, χιλιαρχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το αριθμητικό χίλιοι με επίθημα -οσ-τύς το οποίο έχει προέλθει από έναν συνδυασμό τών καταλ. -οστός και -τύς (πρβλ. μυριοσ-τύς). Ο ιων. τ. χιλιαστύς κατ' επίδραση του τ. χιλιάς, ενώ ο αιολ. τ. χελληστύς παραμένει δυσερμήνευτος ως προς τον σχηματισμό του επιθήματος].

Greek Monotonic

χῑλιοστύς: -ύος, ἡ (χίλιοι), σώμα χιλίων ανδρών, σε Ξεν.

Middle Liddell

χῑλιοστύς, ύος, ἡ, χίλιοι
a body of a thousand, Xen.