ἀναμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναμίξω, <i>ao.</i> ἀνέμιξα, <i>pf. inus.</i><br />mêler l'un à l'autre, mélanger, confondre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναμίγνυμαι avoir des relations intimes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[μίγνυμι]].
|btext=<i>f.</i> ἀναμίξω, <i>ao.</i> ἀνέμιξα, <i>pf. inus.</i><br />mêler l'un à l'autre, mélanger, confondre;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναμίγνυμαι avoir des relations intimes.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[μίγνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμίγνῡμι:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ἀναμείγνυμι]], поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω<br /><b class="num">1)</b> [[примешивать]], [[смешивать]] (πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὶ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.): [[ὁμοῦ]] πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. смешавшись в общую кучу; τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. смешавшись с толпой, окружавшей алтарь; ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur. связывать свою судьбу с чьей-л.;<br /><b class="num">2)</b> med. [[находиться в близких отношениях]], [[общаться]] (παρ᾽ ἀλλήλους ἰόντες καὶ ἀναμιγνύμενοι Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμίγνῡμι:''' και -ύω, ποιητ. ἀμ-[[μίγνυμι]], μέλ. -[[μίξω]]· Επικ. αόρ. αʹ [[μετοχή]] [[ἀμμίξας]]· πρβλ. [[ἀναμίσγω]]· [[ανακατεύω]], [[αναμειγνύω]] [[μεταξύ]] τους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., αναμειγνύομαι μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Αττ.· [[επικοινωνώ]], συναλλάσσομαι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναμίγνῡμι:''' και -ύω, ποιητ. ἀμ-[[μίγνυμι]], μέλ. -[[μίξω]]· Επικ. αόρ. αʹ [[μετοχή]] [[ἀμμίξας]]· πρβλ. [[ἀναμίσγω]]· [[ανακατεύω]], [[αναμειγνύω]] [[μεταξύ]] τους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., αναμειγνύομαι μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Αττ.· [[επικοινωνώ]], συναλλάσσομαι, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμίγνῡμι:''' [[varia lectio|v.l.]] [[ἀναμείγνυμι]], поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω<br /><b class="num">1)</b> [[примешивать]], [[смешивать]] (πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὶ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.): [[ὁμοῦ]] πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. смешавшись в общую кучу; τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. смешавшись с толпой, окружавшей алтарь; ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur. связывать свою судьбу с чьей-л.;<br /><b class="num">2)</b> med. [[находиться в близких отношениях]], [[общаться]] (παρ᾽ ἀλλήλους ἰόντες καὶ ἀναμιγνύμενοι Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to mix up, mix [[together]], Od., Hdt., etc.:—Pass. to be [[mixed]] with others, Hdt., [[attic]]: to [[have]] [[intercourse]], Plut.<br />B. [[ἀναμίσγω]], poet. and ionic for [[ἀναμίγνυμι]], only in pres. and imperf.<br /><b class="num">1.</b> to mix one [[thing]] with [[another]], τί τινι Od.: —Pass. to [[have]] [[intercourse]], τινι Hdt.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to mix up, mix [[together]], Od., Hdt., etc.:—Pass. to be [[mixed]] with others, Hdt., [[attic]]: to [[have]] [[intercourse]], Plut.<br />B. [[ἀναμίσγω]], poet. and ionic for [[ἀναμίγνυμι]], only in pres. and imperf.<br /><b class="num">1.</b> to mix one [[thing]] with [[another]], τί τινι Od.: —Pass. to [[have]] [[intercourse]], τινι Hdt.
}}
}}

Revision as of 17:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναμίγνυμι Medium diacritics: ἀναμίγνυμι Low diacritics: αναμίγνυμι Capitals: ΑΝΑΜΙΓΝΥΜΙ
Transliteration A: anamígnymi Transliteration B: anamignymi Transliteration C: anamignymi Beta Code: a)nami/gnumi

English (LSJ)

v. ἀναμείγνυμι.

Spanish (DGE)

v. ἀναμείγνυμι.

German (Pape)

[Seite 198] und ἀναμιγνύω, Plut. Num. 17 (s. μίγνυμι), vermischen, darunter mischen, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν Od. 4, 41; αμμίξας Il. 24, 529; πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. El. 705; τοῖσι πολλὰ ἔθνεα ἀναμεμίχαται Her. 1, 146; ἐν ταὐτῷ, vereinigen, Plat. Lys. 206 d; ἐν μέσοις Ἔλλησιν Xen. An. 4. 8, 8. – Med., mit einander verkehren, Plut. Num. 20.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναμίξω, ao. ἀνέμιξα, pf. inus.
mêler l'un à l'autre, mélanger, confondre;
Moy. ἀναμίγνυμαι avoir des relations intimes.
Étymologie: ἀνά, μίγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμίγνῡμι: v.l. ἀναμείγνυμι, поэт. ἀμμίγνῡμι, редко ἀναμιγνύω
1) примешивать, смешивать (πάντα Her.; τι πρός τι Plut.; ἑαυτόν τισι Luc.; αί ἡδοναὶ ἐν λύπαις ἀναμεμιγμέναι Plat.): ὁμοῦ πάντες ἀναμεμιγμένοι Soph. смешавшись в общую кучу; τοῖς περιστῶσι τὸν βωμὸν ἀναμιχθέντες Plut. смешавшись с толпой, окружавшей алтарь; ἀναμίγνυσθαι ἑαυτῷ τὰς τύχας τινός Eur. связывать свою судьбу с чьей-л.;
2) med. находиться в близких отношениях, общаться (παρ᾽ ἀλλήλους ἰόντες καὶ ἀναμιγνύμενοι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμίγνῡμι: καὶ -ύω, ποιητ. ἀμμίγνυμι, Βακχυλ. 26: ποιητ. ἀόρ. μετ. ἀμμίξας, Ἰλ. Ω. 529· πρβλ. ἀναμίσγω. Ἀναμιγνύω, συμμιγνύω, ἀνὰ δὲ κρῖ λευκὸν ἔμιξαν, ἀνέμιξαν, ἐν τμήσει, Ὀδ. Δ. 41· πάντα τὰ κρέα Ἡρόδ. 4. 26, καὶ Ἀττ., καμοί μἀναμίγνυσθαι (ὅ ἐ. μὴ ἀναμ-) τύχας τὰς σὰς Εὐρ. Ἱκ. 591. ΙΙ. συχνάκις ἐν τῷ παθητ., ἀναμιγνύομαι μετ’ ἄλλων, πάντες ἀναμεμιγμένοι Σοφ. Ἠλ. 715· τοῖσι … ἔθνεα πολλὰ ἀναμεμίχαται Ἡρόδ. 1. 146· Κάδμου παισὶν ἀναμεμιγμέναι Εὐρ. Βάκχ. 37· πάντες ἀλλήλοις Ἀριστ. Πολιτ. 6. 4, 19· ἐν μέσοις τοῖς Ἕλλησιν, πρβλ. Πλάτ. Φίλ. 48A, Ξεν. Ἀν. 4. 8, 8: - ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ μάραγνα δ’ ἀμμεμίζεται (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάννου ἀντὶ μέλαινα δ’ αὖ μεμίξεται) Αἰσχύλ. Πέρσ. 1051. 2) ἑνοῦμαι μετὰ συνοδείας τινός, ὡς δὲ ἀνεμίχθημεν Δημ. 1259. 7: ἔρχομαι εἰς συγκοινωνίαν, Πλουτ. Νουμ. 20.

Greek Monotonic

ἀναμίγνῡμι: και -ύω, ποιητ. ἀμ-μίγνυμι, μέλ. -μίξω· Επικ. αόρ. αʹ μετοχή ἀμμίξας· πρβλ. ἀναμίσγω· ανακατεύω, αναμειγνύω μεταξύ τους, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., αναμειγνύομαι μαζί με άλλους, σε Ηρόδ., Αττ.· επικοινωνώ, συναλλάσσομαι, σε Πλούτ.

Middle Liddell


1. to mix up, mix together, Od., Hdt., etc.:—Pass. to be mixed with others, Hdt., attic: to have intercourse, Plut.
B. ἀναμίσγω, poet. and ionic for ἀναμίγνυμι, only in pres. and imperf.
1. to mix one thing with another, τί τινι Od.: —Pass. to have intercourse, τινι Hdt.