ἀντίπηξ: Difference between revisions
Ἐπιλανθάνονται πάντες οἱ παθόντες εὖ → Cunctis memoria est fluxa, quis factum bene est → Vergesslich alle, denen Gutes widerfährt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ηγος (ἡ) :<br />corbeille <i>ou</i> berceau d'enfant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πήγνυμι]]. | |btext=ηγος (ἡ) :<br />corbeille <i>ou</i> berceau d'enfant.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίπηξ:''' πηγος ἡ корзина или ящик Eur. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντίπηξ:''' -ηγος, ἡ ([[πήγνυμι]]), είδος λίκνου (κούνιας) για βρέφη πάνω σε ρόδες, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀντίπηξ:''' -ηγος, ἡ ([[πήγνυμι]]), είδος λίκνου (κούνιας) για βρέφη πάνω σε ρόδες, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πήγνυμι]]<br />a [[kind]] of [[cradle]] for infants, on wheels, Eur. | |mdlsjtxt=[[πήγνυμι]]<br />a [[kind]] of [[cradle]] for infants, on wheels, Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ηγος, ἡ, (πήγνυμι) wheeled cradle or perambulator for infants, κοίλης ἐν ἀντίπηγος εὐτρόχῳ κύκλῳ E.Ion19; κύτος ἑλικτὸν ἀντίπηγος ib.40. (Mytil., = κιβωτός, acc. to Eust.1056.46.)
Spanish (DGE)
-ηγος, ἡ
1 cesto para llevar a los niños κοίλης ἐν ἀντίπηγος εὐτρόχῳ κύκλῳ E.Io 19, κύτος ἑλικτὸν ἀντίπηγος E.Io 40, cf. 1338.
2 cofre χηλὸν ... φασὶν ... Μιτυληναῖοι ... ἀντίπηγα Eust.1056.46, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 258] ηγος, ἡ, ein hölzerner Kasten od. Korb (das Ineinandergefügte), Eur. Ion. 19, heißt 32 u. 1337 ἄγγος, 37 πλεκτὸν κύτος u. 40 ἑλικτὸν κύτος ἀντίπηγος.
French (Bailly abrégé)
ηγος (ἡ) :
corbeille ou berceau d'enfant.
Étymologie: ἀντί, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίπηξ: πηγος ἡ корзина или ящик Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπηξ: ηγος, ἡ, (πήγνυμι) εἶδος λίκνου πλεκτοῦ, κἀκτίθησιν (ἡ Κρέουσα τὸ βρέφος) ὡς θανούμενον κοίλης ἐν ἀντίπηγος εὐτρόχῳ κύκλῳ, ἐν τῷ καλλιτρόχῳ ἢ κατ’ ἄλλους ἐντελῶς στρογγύλῳ κύκλῳ τῆς ἀντίπηγος, Εὐρ. Ἴων 19· κύτος εἰλικτὸν ἀντίπηγος αὐτόθι 40· κατεσκευασμένον ἐκ λυγαριᾶς, πλεκτὸν κύτος αὐτόθι 37· πρβλ. 1338, 1391· ἴδε τὴν λέξ. λάρναξ. (Λέγεται ὅτι εἶναι λέξις τῶν Μυτιληναίων, σημαίνουσα κιβωτόν, κιβώτιον ὡς λέγομεν νῦν, Εὐστ. 1056. 49.). ― Καθ’ Ἡσύχ. «ἀντίπηγα· κίστην Εὐριπίδης Ἴωνι» καὶ κατ’ ὀνομαστ. «ἀντίπηξ· κιβωτός» ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
ἀντίπηξ (-ηγος), η (Α)
παιδικό καροτσάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + -πηξ < πήγνυμι (πρβλ. διάπηξ, επίπηξ κατάπηξ κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀντίπηξ: -ηγος, ἡ (πήγνυμι), είδος λίκνου (κούνιας) για βρέφη πάνω σε ρόδες, σε Ευρ.