ἀπελευθερόω: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />affranchir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπελεύθερος]].
|btext=-ῶ :<br />affranchir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπελεύθερος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπελευθερόω:''' [[отпускать на волю]] Plat., Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀπελευθερῶ]], [[ἀπελευθερόω]])<br />[[αποδίδω]] την [[ελευθερία]] σε δούλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] την [[ελευθερία]] σε σκλαβωμένους λαούς, [[ξεσκλαβώνω]]<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από τα [[δεσμά]], τον [[αποφυλακίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]], [[απολυτρώνω]].
|mltxt=(AM [[ἀπελευθερῶ]], [[ἀπελευθερόω]])<br />[[αποδίδω]] την [[ελευθερία]] σε δούλο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αποδίδω]] την [[ελευθερία]] σε σκλαβωμένους λαούς, [[ξεσκλαβώνω]]<br /><b>2.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από τα [[δεσμά]], τον [[αποφυλακίζω]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απαλλάσσω]] κάποιον από [[κάτι]], [[απολυτρώνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπελευθερόω:''' [[отпускать на волю]] Plat., Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=(from [[ἀπελεύθερος]]) to [[emancipate]] a [[slave]], Plat.
|mdlsjtxt=(from [[ἀπελεύθερος]]) to [[emancipate]] a [[slave]], Plat.
}}
}}

Revision as of 18:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελευθερόω Medium diacritics: ἀπελευθερόω Low diacritics: απελευθερόω Capitals: ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΟΩ
Transliteration A: apeleutheróō Transliteration B: apeleutheroō Transliteration C: apeleftheroo Beta Code: a)peleuqero/w

English (LSJ)

emancipate a slave, Pl.Lg.915asq., POxy.722.18 (i A.D.):—Pass., Pl.Lg.915b; αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος Arist.Rh.1408b25.

Spanish (DGE)

• Morfología: [tes. perf. inf. pas. ἀπειλευθερούσθειν IG 9(2).553.1, 4 (Larisa)]
emancipar, manumitir, ἐάν τις μὴ θεραπεύῃ τοὺς ἀπελευθερώσαντας Pl.Lg.915a, cf. 855b, PVarsov.10.1.4, 2.9 (II d.C.)
en v. pas. τίνα αἱρεῖται ἐπίτροπον ὁ ἀπελευθερούμενος; Arist.Rh.1408b25, ὅτι οὐκ ἀπηλευθερώθη LXX Le.19.20, cf. IG ll.cc., POxy.722.18 (I d.C.), Ph.2.568, BGU 96.13 (III d.C.), PGnom.19, 20, IG 9(2).1044a.5 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 286] freilassen, in Freiheit setzen, Plat. Legg. 915 a u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
affranchir.
Étymologie: ἀπελεύθερος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπελευθερόω: отпускать на волю Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελευθερόω: ἀποδίδω τὴν ἐλευθερίαν εἰς δοῦλον, Πλάτ. Νόμ. 915Α κέξ.: - Παθ., αὐτόθι Β· ὁ ἀπελευθερούμενος αἱρεῖται ἐπίτροπον Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 1.

Greek Monotonic

ἀπελευθερόω: μέλ. -ώσω, χειραφετώ δούλο, τον απελευθερώνω από τη δουλεία, σε Πλάτ.

Greek Monolingual

(AM ἀπελευθερῶ, ἀπελευθερόω)
αποδίδω την ελευθερία σε δούλο
νεοελλ.
1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω
2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω
3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω.

Middle Liddell

(from ἀπελεύθερος) to emancipate a slave, Plat.