ἀπεριλάλητος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />loquace, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιλαλέω.
|btext=ος, ον :<br />loquace, bavard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], περιλαλέω.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεριλάλητος:''' [[которого не переговоришь]], [[тараторящий без умолку]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεριλάλητος:''' -ον ([[περιλαλέω]]), αυτός που δεν υπερβάλλει στο λόγο του με φλυαρίες, αυτός που είναι [[μετρημένος]] στα [[λόγια]] του, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀπεριλάλητος:''' -ον ([[περιλαλέω]]), αυτός που δεν υπερβάλλει στο λόγο του με φλυαρίες, αυτός που είναι [[μετρημένος]] στα [[λόγια]] του, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεριλάλητος:''' [[которого не переговоришь]], [[тараторящий без умолку]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[περιλαλέω]]<br />not to be out-talked, Ar.
|mdlsjtxt=[[περιλαλέω]]<br />not to be out-talked, Ar.
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεριλάλητος Medium diacritics: ἀπεριλάλητος Low diacritics: απεριλάλητος Capitals: ΑΠΕΡΙΛΑΛΗΤΟΣ
Transliteration A: aperilálētos Transliteration B: aperilalētos Transliteration C: aperilalitos Beta Code: a)perila/lhtos

English (LSJ)

[λᾰ], ον, not to be out-talked or without skill in circumlocution, Ar.Ra.839:—cf. Hsch. ἀπεριλάλητον (ἀπεριάλλητον cod.): ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 ref. a Esquilo poco hábil en circunloquios Ar.Ra.839.
2 ἀ. ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ Hsch.

German (Pape)

[Seite 288] nicht zu überschwatzen, an Schwatzhaftigkeit nicht zu besiegen, sagt Eur. von Aesch. bei Ar. Ran. 838.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
loquace, bavard.
Étymologie: , περιλαλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεριλάλητος: которого не переговоришь, тараторящий без умолку Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεριλάλητος: -ον, ὁ ὑπ’ οὐδενὸς ὑπερβαλλόμενος ἐν τῇ πολυλογίᾳ, αὐθαδόστομον, ἔχοντ’ ἀχάλινον, ἀκρατές, ἀπύλωτον στόμα, ἀπεριλάλητον, κτλ.· οὕτως ὀνομάζει ὁ Εὐριπ. τὸν Αἰσχύλ. ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 839· πρβλ. Ἡσύχ.: ἀπεριλάλητον (οὕτως ὁ Kuster ἀντὶ ἀπεριάλλητος), «ἀνεξαπάτητον, ἀφελῆ». ― Ἐπίρρ. -τως Εὐστ. Πονημάτ. 191. 79.

Greek Monolingual

ἀπεριλάλητος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει τον όμοιο του στην πολυλογία.

Greek Monotonic

ἀπεριλάλητος: -ον (περιλαλέω), αυτός που δεν υπερβάλλει στο λόγο του με φλυαρίες, αυτός που είναι μετρημένος στα λόγια του, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

περιλαλέω
not to be out-talked, Ar.