ἀποτίμημα: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />bien grevé d'hypothèque.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτιμάω]].
|btext=ατος (τό) :<br />bien grevé d'hypothèque.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτιμάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτίμημα:''' ατος (ῑ) τό заложенное имущество, залог, обеспечение Isae., Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποτίμημα:''' -ατος, τό, [[εγγύηση]], [[ενέχυρο]] που αποτιμήθηκε από διορισμένους εκτιμητές, σε Δημ.
|lsmtext='''ἀποτίμημα:''' -ατος, τό, [[εγγύηση]], [[ενέχυρο]] που αποτιμήθηκε από διορισμένους εκτιμητές, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποτίμημα:''' ατος (ῑ) τό заложенное имущество, залог, обеспечение Isae., Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποτῑμημα Medium diacritics: ἀποτίμημα Low diacritics: αποτίμημα Capitals: ΑΠΟΤΙΜΗΜΑ
Transliteration A: apotímēma Transliteration B: apotimēma Transliteration C: apotimima Beta Code: a)poti/mhma

English (LSJ)

ατος, τό, mortgaged property, security, Lys.Fr.84S., Is.6.36, D.30.7, IG2.1059.4.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
propiedad dada en prenda, propiedad hipotecada para asegurar la herencia del huérfano ὅπως ... τὰ δὲ ἀποτιμήματα κατασταθείη καὶ ὅροι τεθεῖεν Is.6.36, cf. D.49.11, IG 22.2498.4 (IV a.C.), 2661 (IV a.C.), 2662.2 (IV/III a.C.), Lys.Fr.84S., o la dote χρήματ' ἀποτίμημα ... καθεστάναι νομίζων D.30.7, προικὸς ἀ. Fine 6.4, cf. Hsch., Phot.α 2689.

German (Pape)

[Seite 331] τό, das Abgeschätzte; ein abgeschätztes, zur Sicherheit angenommenes Unterpfand, vgl. Böckh Staatsh. I S. 158 und Harpocr., bes. bei Heirathsanträgen üblich, Poll.; vgl. Dem. 30, 7; Is. 6, 36 καθιστάναι; ἀποτίμημα καθειστήκει τῷ παιδί, es war ihm statt der Bezahlung verpfändet, Dem. 49, 11.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
bien grevé d'hypothèque.
Étymologie: ἀποτιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποτίμημα: ατος (ῑ) τό заложенное имущество, залог, обеспечение Isae., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποτίμημα: τό, ἐνέχυρον ἀποτιμηθέν, δηλ. ὅπερ ἐξετιμήθη ὑπὸ τῶν ἀποσταλέντων ὑπὸ τοῦ ἄρχοντος ἐκτιμητῶν, Λυσ. παρ’ Ἁρπ., Ἰσαῖος 59. 46, Δημ. 866. 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 103, κ. ἀλλ. ἴδε Βοικχ. Πολ. Οἰ. σ. 191Ε, Ἀποσπ., καὶ πρβλ. τὸ ῥῆμα ἀποτιμάω ΙΙΙ. 1.

Greek Monolingual

το (Α ἀποτίμημα)
νεοελλ.
τιμή, αξία πού έχει υπολογιστεί
αρχ.
εγγύηση, υποθήκη.

Greek Monotonic

ἀποτίμημα: -ατος, τό, εγγύηση, ενέχυρο που αποτιμήθηκε από διορισμένους εκτιμητές, σε Δημ.

Middle Liddell

[ἀποτῑμάω]
a mortgage, security, Dem.

English (Woodhouse)

something pledged

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)