ἀποτείχισμα: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς γονεῖς πρᾶξαι καλῶς → Quisquis parentes bene colit, speret bene → Erhoffe, ehrst du deine Eltern, Wohlergehn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />retranchement, ligne de défense.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτειχίζω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />retranchement, ligne de défense.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποτειχίζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποτείχισμα:''' ατος τό фортификационный вал, заграждение Thuc., Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποτείχισμα:''' -ατος, τό, [[οχύρωμα]] αποκλεισμού, [[γραμμή]] αποκλεισμού, σε Θουκ., Ξεν. | |lsmtext='''ἀποτείχισμα:''' -ατος, τό, [[οχύρωμα]] αποκλεισμού, [[γραμμή]] αποκλεισμού, σε Θουκ., Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, lines of blockade, Th.6.99, 7.79, X.HG1.3.7.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
muro de bloqueo Th.6.99, 7.79, X.HG 1.3.7, Sm.Ec.9.14.
German (Pape)
[Seite 330] τό, Verschanzung, Thuc. 6, 99; Xen. Hell. 1, 3, 6.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
retranchement, ligne de défense.
Étymologie: ἀποτειχίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτείχισμα: ατος τό фортификационный вал, заграждение Thuc., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτείχισμα: -ατος, τό, τεῖχος οἰκοδομηθέν πρὸς ἀποκλεισμόν, Θουκ. 6. 99., 7.79, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 7.
Greek Monolingual
ἀποτείχιμα, το (Α)
τείχος για αποκλεισμό, περιτείχισμα.
Greek Monotonic
ἀποτείχισμα: -ατος, τό, οχύρωμα αποκλεισμού, γραμμή αποκλεισμού, σε Θουκ., Ξεν.
Middle Liddell
[From ἀποτειχίζω
a wall built to blockade, lines of blockade, Thuc., Xen.