ἀπορητικός: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />porté à douter, sceptique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορέω]]. | |btext=ή, όν :<br />porté à douter, sceptique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπορέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπορητικός:''' [[сомневающийся]], [[колеблющийся]] Plut., Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπορητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[τάση]] να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀπορητικός:''' -ή, -όν, αυτός που έχει την [[τάση]] να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀπορέω]]<br />inclined to [[doubt]], Plat. | |mdlsjtxt=[from [[ἀπορέω]]<br />inclined to [[doubt]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A aporetic, inclined to doubt, Id.Aem.14, S.E.P.1.221, al.; ἀ. καὶ σκεπτικοί D.L.9.69, cf. Gell.11.5.6. Adv. -κῶς S.E.M.7.30, Procl. in Prm. p.562S. 2 dubitative, ἐπίρρημα Gal.7.661; ὕμνοι Men.Rh.p.343S.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 inclinado a la duda de los filósofos escépticos por op. los dogmáticos, Aenesidamus Cnossius en Phot.Bibl.169b40, Plu.Aem.14, S.E.P.1.221, D.L.9.69, Gal.2.127, Gell.11.5.6.
2 dubitativo, de duda ἐπίρρημα Gal.7.661, ὕμνοι Men.Rh.343.
3 adv. -ῶς en tono de duda ὅσα μὲν ἀ. εἴωθε λέγεσθαι παρὰ τοῖς σκεπτικοῖς S.E.M.8.1
•escépticamente φιλοσοφεῖν S.E.M.7.30, κατορθοῦν Procl.in Prm.729.24.
German (Pape)
[Seite 321] zum Zweifeln geneigt, καὶ σκεπτικοί D. L.; Plut. Aemil. 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
porté à douter, sceptique.
Étymologie: ἀπορέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπορητικός: сомневающийся, колеблющийся Plut., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπορητικός: -ή, -όν, ἔχων κλίσιν πρὸς ἀπορίαν, ἀμφιβολίαν, Πλουτ. Αἰμίλ. 14, καὶ συχν. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ., σκεπτικός, τὸν Πλάτωνα οἱ μὲν δογματικὸν ἔφασαν εἶναι, οἱ δὲ ἀπορητικόν Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 221· ἀπορητικοὶ δὲ καὶ σκεπτικοὶ καὶ ἔτι ἐφεκτικοὶ καὶ ζητητικοί, ἀπὸ τοῦ οἷον δόγματος προσηγορεύοντο, περὶ τῶν ὀπαδῶν τοῦ Πύρρωνος, Διογ. Λ. 9. 69, 70: ― Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ.7. 30, κτλ.
Greek Monolingual
ἀπορητικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει κλίση προς την απορία, την αμφιβολία
2. Ἀπορητικοί ή Ἀπορηματικοί
οι Σκεπτικοί φιλόσοφοι, οπαδοί του Πύρρωνος.
Greek Monotonic
ἀπορητικός: -ή, -όν, αυτός που έχει την τάση να απορεί, να αμφιβάλλει, σε Πλάτ.