ἀργυρολογία: Difference between revisions
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />perception d'une contribution.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργυρολόγος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />perception d'une contribution.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργυρολόγος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀργῠρολογία:''' ἡ [[взыскивание денег]], [[обложение контрибуцией]] Xen. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀργῠρολογία:''' ἡ, καταναγκαστική [[συλλογή]] χρημάτων, [[είσπραξη]] χρημάτων, [[φορολογία]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀργῠρολογία:''' ἡ, καταναγκαστική [[συλλογή]] χρημάτων, [[είσπραξη]] χρημάτων, [[φορολογία]], σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 18:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, levying of money, X.HG1.1.8, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 recaudación de un tributo ᾤχοντο ἐπ' ἀργυρολογίαν ἔξω τοῦ Ἑλλησπόντου X.HG 1.1.8, ἐπ' ἀργυρολογίαν ἐπαναπεπλευκέναι X.HG 4.8.35, τὴν ἀργυρολογίαν ἀνεδέξατο D.C.48.2.2.
2 extorsión de dinero, PBeatty Panop.2.229 (IV d.C.).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
perception d'une contribution.
Étymologie: ἀργυρολόγος.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρολογία: ἡ взыскивание денег, обложение контрибуцией Xen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρολογία: ἡ, συλλογὴ χρημάτων, εἴσπραξις χρημάτων, φορολογία, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 8, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀργυρολογία) αργυρολόγος
νεοελλ.
η συγκέντρωση χρημάτων που γίνεται με αναξιοπρέπεια και για ιδιοτελείς σκοπούς
αρχ.
η φορολογία.
Greek Monotonic
ἀργῠρολογία: ἡ, καταναγκαστική συλλογή χρημάτων, είσπραξη χρημάτων, φορολογία, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀργυρολόγος
a levying of money, Xen.