ἀρτοπώλιον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />boulangerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτόπωλις]].
|btext=ου (τό) :<br />boulangerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἀρτόπωλις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτοπώλιον:''' τό [[булочная]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτοπώλιον:''' τό, [[αρτοποιείο]], [[φούρνος]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀρτοπώλιον:''' τό, [[αρτοποιείο]], [[φούρνος]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτοπώλιον:''' τό [[булочная]] Arph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀρτόπωλις]]<br />a [[baker]]'s [[shop]], [[bakery]], Ar.
|mdlsjtxt=[from [[ἀρτόπωλις]]<br />a [[baker]]'s [[shop]], [[bakery]], Ar.
}}
}}

Revision as of 18:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτοπώλιον Medium diacritics: ἀρτοπώλιον Low diacritics: αρτοπώλιον Capitals: ΑΡΤΟΠΩΛΙΟΝ
Transliteration A: artopṓlion Transliteration B: artopōlion Transliteration C: artopolion Beta Code: a)rtopw/lion

English (LSJ)

τό, baker's shop, Ar.Ra.112, Fr.155: -εῖον, Suid.

Spanish (DGE)

-ου, τό
• Alolema(s): -εῖον Pall.H.Laus.37.7, Poll.7.21, Sud.
panadería Ar.Ra.112, Fr.1, Philostr.VS 526, Poll.l.c., Pall.l.c., Sud.

German (Pape)

[Seite 363] τό, = ἀρτοπωλεῖον, Ar. Ran. 112.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
boulangerie.
Étymologie: ἀρτόπωλις.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτοπώλιον: τό булочная Arph.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοπώλιον: τὸ, τὸ μέρος ἔνθα πωλοῦνται οἱ ἄρτοι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 112· ἥκω Θεαρίωνος ἀρτοπώλιον λιπών, ἵν’ ἐστί κριβάνων ἑδώλια Ἀποσπ. 199, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21: ― Κατὰ τὸν Σουΐδ. «ἀρτοπωλεῖον, τὸ μαγκιπεῖον ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· ἀρτοπώλιον δὲ ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται»· ― κατὰ δὲ Ζωναρᾶν σ. 305 «ἀρτοπώλιον, ὁ τόπος ἔνθα οἱ ἄρτοι πιπράσκονται· ἀρτοπολεῖον δὲ τὸ μαγκιπεῖον, ἐν ᾧ οἱ ἄρτοι γίνονται· μικρὸν καὶ δίφθογγον»· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 21.

Greek Monolingual

ἀρτοπώλιον, το (Α) αρτόπωλις
το αρτοπωλείο.

Greek Monotonic

ἀρτοπώλιον: τό, αρτοποιείο, φούρνος, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[from ἀρτόπωλις
a baker's shop, bakery, Ar.