ἄκημα: Difference between revisions

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[ἄκεσμα]].
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[ἄκεσμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκημα:''' ατος τό Hom. [[varia lectio|v.l.]] = [[ἄκεσμα]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄκημα:''' τό = [[ἄκεσμα]], [[θεραπεία]], [[περίθαλψη]], <i>ὀδυνάων</i>, των πόνων, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἄκημα:''' τό = [[ἄκεσμα]], [[θεραπεία]], [[περίθαλψη]], <i>ὀδυνάων</i>, των πόνων, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄκημα:''' ατος τό Hom. [[varia lectio|v.l.]] = [[ἄκεσμα]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ἄκεσμα]]<br />a [[cure]], [[relief]], ὀδυνάων for pains, Il.
|mdlsjtxt== [[ἄκεσμα]]<br />a [[cure]], [[relief]], ὀδυνάων for pains, Il.
}}
}}

Revision as of 18:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκημα Medium diacritics: ἄκημα Low diacritics: άκημα Capitals: ΑΚΗΜΑ
Transliteration A: ákēma Transliteration B: akēma Transliteration C: akima Beta Code: a)/khma

English (LSJ)

τό, = ἄκεσμα, cure, relief, ὀδυνάων Il.15.394 codd., Max.142.

Spanish (DGE)

-ματος, τό alivio ὅσσα φέρει νούσοισιν ἀκήματα δῖα Σελήνη Max.142.

German (Pape)

[Seite 72] τό, s. ἄκεσμα.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. ἄκεσμα.

Russian (Dvoretsky)

ἄκημα: ατος τό Hom. v.l. = ἄκεσμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκημα: τό, = ἄκεσμα, θεραπεία, ἴαμα, ὀδυνάων, Ἰλ. Ο. 394.

Greek Monolingual

ἄκημα, το (Α)
το άκεσμα.

Greek Monotonic

ἄκημα: τό = ἄκεσμα, θεραπεία, περίθαλψη, ὀδυνάων, των πόνων, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

= ἄκεσμα
a cure, relief, ὀδυνάων for pains, Il.