ἐμποικίλλω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=broder dans <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ποικίλλω]].
|btext=broder dans <i>ou</i> sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ποικίλλω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμποικίλλω:''' (в или на чем-л.) расписывать: [[ταινία]] νίκας ἐμπεποικιλμένας ἔχουσα Plut. лента, украшенная изображением побед.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμποικίλλω]] (Α)<br />[[ενυφαίνω]] ή [[κεντώ]] [[εντός]], [[στολίζω]] («[[ἄνθη]] ἐνεπεποίκιλτο» — είχαν υφανθεί ή κεντηθεί [[μέσα]] [[άνθη]], <b>Πολυδ.</b>).
|mltxt=[[ἐμποικίλλω]] (Α)<br />[[ενυφαίνω]] ή [[κεντώ]] [[εντός]], [[στολίζω]] («[[ἄνθη]] ἐνεπεποίκιλτο» — είχαν υφανθεί ή κεντηθεί [[μέσα]] [[άνθη]], <b>Πολυδ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμποικίλλω:''' (в или на чем-л.) расписывать: [[ταινία]] νίκας ἐμπεποικιλμένας ἔχουσα Plut. лента, украшенная изображением побед.
}}
}}

Revision as of 19:11, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμποικίλλω Medium diacritics: ἐμποικίλλω Low diacritics: εμποικίλλω Capitals: ΕΜΠΟΙΚΙΛΛΩ
Transliteration A: empoikíllō Transliteration B: empoikillō Transliteration C: empoikillo Beta Code: e)mpoiki/llw

English (LSJ)

embroider upon, νῖκαι ἐμπεποικιλμέναι Plu.Tim.8; γίγαντας ἐμπεποίκιλται (πέπλος) Sch.E.Hec.468, cf. 471.

Spanish (DGE)

1 ref. a telas o cuero bordar, recamar figuras o escenas en variados colores φύλλα Sch.Ar.V.1312, ἐνεποίκιλλον δὲ τῷ πέπλῳ καὶ τὴν Γιγαντομαχίαν Sch.E.Hec.472, cf. Eust.392.33, en v. pas. ταινία ... στεφάνους ἔχουσα καὶ Νίκας ἐμπεποικιλμένας Plu.Tim.8, cf. Poll.7.60, ἐμπεποικιλμένης τῆς φιλότητος καὶ ἱμέρου καὶ ὀαριστύος Ariston.Il.14.214
tb. c. suj. del objeto en que se borda y c. ac. de rel. τοὺς Γιγάντας ἐμπεποίκιλται (πέπλος) (peplo) en el que están bordados los gigantes Sch.E.Hec.468D.
fig., en v. pas. λεπροῖς ... παρεικάζει ... τοὺς ... πολυειδεῖς ... ἐμπεποικιλμένους κακοῖς compara a los inconstantes con los leprosos, que tienen recamados (sobre su piel) variados males Cyr.Al.Ep.Fest.15.2.47.
2 ref. a objetos de metal decorar con metales de varios colores del escudo de Aquiles, Porph.ad Il.246.20, cf. en v. pas. 246.18, Sch.E.Ph.1115.

German (Pape)

[Seite 816] (Buntes) hineinsticken, -weben; ταινία ἔχουσα νίκας ἐμπεποικιλμένας Plut. Timol. 8.

French (Bailly abrégé)

broder dans ou sur.
Étymologie: ἐν, ποικίλλω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμποικίλλω: (в или на чем-л.) расписывать: ταινία νίκας ἐμπεποικιλμένας ἔχουσα Plut. лента, украшенная изображением побед.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμποικίλλω: ἐνυφαίνω ἢ κεντῶ ποικίλματα, ταινία... στεφάνους ἔχουσα καὶ νίκας ἐμπεποικιλμένας Πλουτ. Τιμολ. 8.

Greek Monolingual

ἐμποικίλλω (Α)
ενυφαίνω ή κεντώ εντός, στολίζωἄνθη ἐνεπεποίκιλτο» — είχαν υφανθεί ή κεντηθεί μέσα άνθη, Πολυδ.).