ἐπίστροφος: Difference between revisions

From LSJ

Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίονOnus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt

Menander, Monostichoi, 450
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a commerce avec, gén. ; qui a un rapport avec, qui est cause de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστρέφω]].
|btext=ος, ον :<br />qui a commerce avec, gén. ; qui a un rapport avec, qui est cause de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιστρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίστροφος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вращающийся]] (в кругу людей), т. е. общительный: ἐ. ἦν ἀνθρώπων Hom. (Одиссей) любил бывать среди людей;<br /><b class="num">2)</b> [[приводящий в действие]], [[виновник]] (τινος Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπίστροφος:''' -ον ([[ἐπιστρέφω]]), αυτός που συναλλάσσεται με κάποιον, [[οικείος]], [[γνώριμος]], [[γνωστός]] με, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπίστροφος:''' -ον ([[ἐπιστρέφω]]), αυτός που συναλλάσσεται με κάποιον, [[οικείος]], [[γνώριμος]], [[γνωστός]] με, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπίστροφος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вращающийся]] (в кругу людей), т. е. общительный: ἐ. ἦν ἀνθρώπων Hom. (Одиссей) любил бывать среди людей;<br /><b class="num">2)</b> [[приводящий в действие]], [[виновник]] (τινος Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπίστροφος]], ον [[ἐπιστρέφω]]<br />having [[dealings]] with, [[conversant]] with, c. gen., Od., Aesch.
|mdlsjtxt=[[ἐπίστροφος]], ον [[ἐπιστρέφω]]<br />having [[dealings]] with, [[conversant]] with, c. gen., Od., Aesch.
}}
}}

Revision as of 19:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστροφος Medium diacritics: ἐπίστροφος Low diacritics: επίστροφος Capitals: ΕΠΙΣΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: epístrophos Transliteration B: epistrophos Transliteration C: epistrofos Beta Code: e)pi/strofos

English (LSJ)

ον, A having dealings with, conversant, ἐ. ἦν ἀνθρώπων Od. 1.177; read by Ar.Byz. for ἐπίσκοπος, 8.163; ἐ. τινος concerned with or in it, A.Ag.397 (lyr.). 2 = ἐπιστρεφής, curved, winding, A.R. 2.979; ὅρμος D.P.75. 3 Adv. -φως diligently, exactly, Ephipp.3.10, Memn.7.3.

German (Pape)

[Seite 986] 1) umdrehend, in Bewegung setzend, τὸν ἐπίστροφον τῶνδε, den Anstifter, Aesch. Ag. 386, od. der damit verkehrt. Also – 2) verkehrend, Umgang habend, ἀνθρώπων, mit den Menschen verkehrend, Od. 1, 177, wo Schol. erkl. ἐπιστροφὴν καὶ ἐπιμέλειαν ἐποιεῖτο ἀνθρώπων od. οὗ λόγον ἅπαντες ἐποιοῦντο; ἐπίστροφος ὁδαίων 8, 163, der sich mit Waaren abgiebt, wo Wolf ἐπίσκοπος aufgenommen hat. Auch – 3) wie ἐπιστρεφής, sich umwendend, gekrümmt, κέλευθος Ap. Rh. 2, 979; ὅρμος D. Per. 75. – Adv. ἐπιστρόφως, wie ἐπιστρεφῶς, sorgsam, Ephipp. bei Ath. IX, 370 d.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a commerce avec, gén. ; qui a un rapport avec, qui est cause de, gén..
Étymologie: ἐπιστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστροφος:
1) вращающийся (в кругу людей), т. е. общительный: ἐ. ἦν ἀνθρώπων Hom. (Одиссей) любил бывать среди людей;
2) приводящий в действие, виновник (τινος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστροφος: -ον, (ἐπιστρέφω) ὁ ἀναστρεφόμενος, ἐρχόμενος εἰς συγκοινωνίαν μετ’ ἄλλων (κατὰ τὰς περιπλανήσεις αὐτοῦ), φιλοξενούμενος ἐν ξέναις χώραις, ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων Ὀδ. Α. 177· (διάφ. γραφ. ἐπίσκοπος) Θ. 163· ἐπ. τινος, ἐνδιαφερόμενος εἴς τι, ἔν τινι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 397. 2) = ἐπιστρεφής, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 979, Διον. Π. 75. 3) Ἐπίρρ. -φως, ἐπιμελῶς, Ἔφιππος ἐν «Γηρυόνῃ» 2. 10, Μέμνων ἐν Φωτ. Βιβλ. 225. 3: ― ἀλλ’ ἴσως διορθωτέον ἐπιστρεφῶς.

English (Autenrieth)

(ἐπιστρέφομαι): conversant with (ἀνθρώπων), through wanderings, Od. 1.177†.

Greek Monolingual

ἐπίστροφος, -ον (Α)
1. αυτός που συναναστρέφεται, που έχει δοσοληψίες με άλλους («ἐπίστροφος ἦν ἀνθρώπων», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που ενδιαφέρεται για κάτι («τὸν δ’ ἐπίστροφον τῶνδε φῶτ’ ἄδικον καθαιρεῑ», Αισχύλ.)
3. στριφτός, γυριστός («ἐπίστροφοι εἰσὶ κέλευθοι», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -στροφος < στρέφω.

Greek Monotonic

ἐπίστροφος: -ον (ἐπιστρέφω), αυτός που συναλλάσσεται με κάποιον, οικείος, γνώριμος, γνωστός με, με γεν., σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπίστροφος, ον ἐπιστρέφω
having dealings with, conversant with, c. gen., Od., Aesch.