ἐπαμβατήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui fond sur, assaillant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναβαίνω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui fond sur, assaillant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀναβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' ῆρος adj. поднимающийся, садящийся (на что-л.): νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες Aesch. кожные болезни (предполож. о проказе).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' -ῆρος, ὁ, ποιητ. αντί <i>ἐπ-[[αναβάτης]]</i>, αυτός που ανεβαίνει πάνω, [[επιβάτης]], [[επιδρομέας]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' -ῆρος, ὁ, ποιητ. αντί <i>ἐπ-[[αναβάτης]]</i>, αυτός που ανεβαίνει πάνω, [[επιβάτης]], [[επιδρομέας]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαμβᾰτήρ:''' ῆρος adj. поднимающийся, садящийся (на что-л.): νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες Aesch. кожные болезни (предполож. о проказе).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐπ-αμβᾰτήρ, ῆρος, poet. for ἐπαναβάτης]<br />one who mounts [[upon]], an [[assailant]], Aesch.
|mdlsjtxt=ἐπ-αμβᾰτήρ, ῆρος, poet. for ἐπαναβάτης]<br />one who mounts [[upon]], an [[assailant]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 19:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαμβᾰτήρ Medium diacritics: ἐπαμβατήρ Low diacritics: επαμβατήρ Capitals: ΕΠΑΜΒΑΤΗΡ
Transliteration A: epambatḗr Transliteration B: epambatēr Transliteration C: epamvatir Beta Code: e)pambath/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, poet. for Επαναβάτης, one who mounts upon, assailant: metaph., νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες, of leprous eruptions, A.Ch.280.

German (Pape)

[Seite 898] ῆρος, ὁ, poet. für ἐπαναβ., der Hinaufsteigende, Daraufsitzende, σαρκῶν – λιχῆνες Aesch. Ch. 278.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui fond sur, assaillant.
Étymologie: ἐπί, ἀναβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαμβᾰτήρ: ῆρος adj. поднимающийся, садящийся (на что-л.): νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες Aesch. кожные болезни (предполож. о проказе).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαμβᾰτήρ: ῆρος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἐπαναβάτης, ὁ ἀναβαίνων ἐπί τινος, ὁ προσβάλλων τι, νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες, ἐπὶ λεπρωδῶν ἐξανθημάτων, Αἰσχύλ. Χο. 280 (ἐπεμβατῆρες Auratus).

Greek Monolingual

ἐπαμβατήρ, ο (Α)
για λεπρώδη εξανθήματα) μτφ. αυτός που ανεβαίνει στην επιφάνεια, που προσβάλλει («νόσους σαρκῶν ἐπαμβατῆρας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + βατήρ (< βαίνω)].

Greek Monotonic

ἐπαμβᾰτήρ: -ῆρος, ὁ, ποιητ. αντί ἐπ-αναβάτης, αυτός που ανεβαίνει πάνω, επιβάτης, επιδρομέας, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐπ-αμβᾰτήρ, ῆρος, poet. for ἐπαναβάτης]
one who mounts upon, an assailant, Aesch.