ἐρίδουπος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἐρίγδουπος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἐρίγδουπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρίδουπος:''' Hom. = [[ἐρίγδουπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρίδουπος:''' -ον, = [[ἐρίγδουπος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἐρίδουπος:''' -ον, = [[ἐρίγδουπος]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρίδουπος:''' Hom. = [[ἐρίγδουπος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐρί-δουπος, ον = [[ἐρίγδουπος]], Hom.]
|mdlsjtxt=ἐρί-δουπος, ον = [[ἐρίγδουπος]], Hom.]
}}
}}

Revision as of 20:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίδουπος Medium diacritics: ἐρίδουπος Low diacritics: ερίδουπος Capitals: ΕΡΙΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: erídoupos Transliteration B: eridoupos Transliteration C: eridoupos Beta Code: e)ri/doupos

English (LSJ)

ον, = ἐρίγδουπος, in Hom. always of things and places, ἀκταί, ποταμοί, Il.20.50, Od.10.515; αἴθουσα Il.24.323, Od.20.176; resounding, ἀκοή Emp.4.11.

German (Pape)

[Seite 1028] sehr tosend, hallend, bei Hom. immer von leblosen Dingen, z. B. αἴθουσα, ἀκταί Il. 20, 50, ποταμοί Od. 9, 515; s. ἐρίγδουπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐρίγδουπος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίδουπος: Hom. = ἐρίγδουπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίδουπος: -ον, ὡς τὸ ἐρίγδουπος, πλὴν ὅτι ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν δεύτερον τύπον ἐπὶ προσώπων, τὸν δὲ πρῶτον ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων καὶ τόπων, ἀκτάων ἐριδούπων Ἰλ. Υ. 50· ποταμῶν ἐριδούπων Ὀδ. Κ. 515· αἰθούσης ἐριδούπου Ἰλ. Ω. 323, κτλ.

English (Autenrieth)

see ἐρίγδουπος.

Greek Monolingual

ἐρίδουπος, -ον (Α)
(για άψυχα) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, θορυβώδης, ερίγδουπος («ποταμῶν ἐριδούπων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερίγδουπος].

Greek Monotonic

ἐρίδουπος: -ον, = ἐρίγδουπος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἐρί-δουπος, ον = ἐρίγδουπος, Hom.]