ἐπόψιμος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἥ γε ἀνία τὸ ἐμποδίζον τοῦ ἰέναιsorrow is that which hinders motion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />visible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]].
|btext=ος, ον :<br />visible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόψομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπόψιμος:''' [[зримый]]: [[δεινόν]], οὐδ᾽ ἀκουστόν, οὐδ᾽ ἐπόψιμον Soph. нечто страшное, неслыханное и невиданное.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπόψιμος:''' -ον ([[ἐπόψομαι]]), [[ορατός]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να δει, να κοιτάξει, να παρακολουθήσει, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐπόψιμος:''' -ον ([[ἐπόψομαι]]), [[ορατός]], αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να δει, να κοιτάξει, να παρακολουθήσει, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπόψιμος:''' [[зримый]]: [[δεινόν]], οὐδ᾽ ἀκουστόν, οὐδ᾽ ἐπόψιμον Soph. нечто страшное, неслыханное и невиданное.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐπόψιμος]], ον [[ἐπόψομαι]]<br />that can be looked on, Soph.
|mdlsjtxt=[[ἐπόψιμος]], ον [[ἐπόψομαι]]<br />that can be looked on, Soph.
}}
}}

Revision as of 19:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπόψιμος Medium diacritics: ἐπόψιμος Low diacritics: επόψιμος Capitals: ΕΠΟΨΙΜΟΣ
Transliteration A: epópsimos Transliteration B: epopsimos Transliteration C: epopsimos Beta Code: e)po/yimos

English (LSJ)

ον, (ἐπόψομαι) that can be looked on, δεινόν, οὐδ' ἀκουστόν, οὐδ' ἐ. S.OT1312.

German (Pape)

[Seite 1012] anzusehen, dessen Anblick zu ertragen ist, Soph. O. R. 1288.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
visible.
Étymologie: ἐπόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐπόψιμος: зримый: δεινόν, οὐδ᾽ ἀκουστόν, οὐδ᾽ ἐπόψιμον Soph. нечто страшное, неслыханное и невиданное.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπόψιμος: -ον, (ἐπόψομαι), ὃν δύναταί τις ἢ «βαστᾷ ἡ καρδιά του» νὰ ἴδῃ, δεινόν, οὐδ’ ἀκουστόν, οὐδ’ ἐπόψιμον Σοφ. Ο. Τ. 1312.

Greek Monolingual

ἐπόψιμος, -ον (Α) έποψη
εκείνος τον οποίο αντέχει ή ανέχεται να δει κανείς («ἐς δεινὸν οὐδ’ ἀκουστὸν οὐδ’ ἐπόψιμον» — κάτι τρομερό που δεν αντέχει να ακούσει ή να δει κανείς με τα μάτια του, Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐπόψιμος: -ον (ἐπόψομαι), ορατός, αυτός που μπορεί κάποιος να δει, να κοιτάξει, να παρακολουθήσει, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐπόψιμος, ον ἐπόψομαι
that can be looked on, Soph.