ἱμάντινος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />fait avec des courroies.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]]. | |btext=η, ον :<br />fait avec des courroies.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἱμάντινος:''' (ῐμ) ременный, кожаный (θύσανοι Her.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἱμάντῐνος:''' -η, -ον ([[ἱμάς]]), αυτός που έχει συντεθεί από ιμάντες, λουριά, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''ἱμάντῐνος:''' -η, -ον ([[ἱμάς]]), αυτός που έχει συντεθεί από ιμάντες, λουριά, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἱμάντῐνος, η, ον [[ἱμάς]]<br />of [[leather]] thongs, Hdt. | |mdlsjtxt=ἱμάντῐνος, η, ον [[ἱμάς]]<br />of [[leather]] thongs, Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:30, 3 October 2022
English (LSJ)
η, ον, of leather thongs, Hdt.4.189, Hp.Art. 78.
German (Pape)
[Seite 1252] von ledernen Riemen gemacht; θύσανοι Her. 4, 189; δεσμά Hippocr.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait avec des courroies.
Étymologie: ἱμάς.
Russian (Dvoretsky)
ἱμάντινος: (ῐμ) ременный, кожаный (θύσανοι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱμάντῐνος: -η, -ον, (ἱμὰς) ἐξ ἱμάντων, ἐπὶ δερματίνων δεσμῶν, Ἡρόδ. 4. 189, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.
Greek Monolingual
ἱμάντινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλινος, ξύλινος)].
Greek Monotonic
ἱμάντῐνος: -η, -ον (ἱμάς), αυτός που έχει συντεθεί από ιμάντες, λουριά, σε Ηρόδ.