ὀξύγαλα: Difference between revisions

From LSJ

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ὀξυγάλακτος (τό) :<br />lait aigri, petit-lait.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[γάλα]].
|btext=ὀξυγάλακτος (τό) :<br />lait aigri, petit-lait.<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[γάλα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξύγᾰλα:''' ακτος (ῠ) τό кислое молоко Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀξύγᾰλα:''' -ακτος, τό, [[ξινόγαλα]], [[ορός]] γάλακτος, σε Στράβ.
|lsmtext='''ὀξύγᾰλα:''' -ακτος, τό, [[ξινόγαλα]], [[ορός]] γάλακτος, σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀξύγᾰλα:''' ακτος (ῠ) τό кислое молоко Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀξύ-γᾰλα, ακτος, εος, τό,<br />[[sour]] [[milk]], [[whey]], Strab.
|mdlsjtxt=ὀξύ-γᾰλα, ακτος, εος, τό,<br />[[sour]] [[milk]], [[whey]], Strab.
}}
}}

Revision as of 21:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠγᾰλα Medium diacritics: ὀξύγαλα Low diacritics: οξύγαλα Capitals: ΟΞΥΓΑΛΑ
Transliteration A: oxýgala Transliteration B: oxygala Transliteration C: oksygala Beta Code: o)cu/gala

English (LSJ)

ακτος, τό, oxygala, sour milk, whey, πίνουσι . . ὀ. τῶν προβάτων Ctes.Fr.57.22, cf. Str.7.4.6, Plu.Art.3, Gal.6.689.

German (Pape)

[Seite 352] ακτος, τό, saure Milch, geronnene Milch, Strah. 7, 4, 6 Plut. Artax. 3 u. Folgde, bes. Medic., bei denen es auch den frischen Quarkkäse zu bezeichnen scheint.

French (Bailly abrégé)

ὀξυγάλακτος (τό) :
lait aigri, petit-lait.
Étymologie: ὀξύς, γάλα.

Russian (Dvoretsky)

ὀξύγᾰλα: ακτος (ῠ) τό кислое молоко Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀξύγᾰλα: -ακτος, τό, ξινόγαλα, πίνουσι.. ὀξύγαλα τῶν προβάτων Κτησ. Ἰνδ. 22, πρβλ. Στράβ. 311, Πλουτ. Ἀρτοξ. 3. πρβλ. Κολουμέλλ. 12. 8.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὀξύγαλα)
ξινό γάλα, ξινόγαλα
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) το γιαούρτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γάλα.

Greek Monotonic

ὀξύγᾰλα: -ακτος, τό, ξινόγαλα, ορός γάλακτος, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὀξύ-γᾰλα, ακτος, εος, τό,
sour milk, whey, Strab.