Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀνηλάτης: Difference between revisions

From LSJ

Χειμὼν κατ' οἴκους ἐστὶν ἀνδράσιν γυνή → Mulier marito saeva tempestas domi → Als ein Gewitter tobt im Haus dem Mann die Frau

Menander, Monostichoi, 540
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />ânier.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], [[ἐλαύνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />ânier.<br />'''Étymologie:''' [[ὄνος]], [[ἐλαύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνηλάτης:''' ου ὁ погонщик осла или ослов Dem., Luc., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀνηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την [[πορεία]] των γαϊδάρων, σε Δημ.
|lsmtext='''ὀνηλάτης:''' [ᾰ], -ου, ὁ ([[ἐλαύνω]]), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την [[πορεία]] των γαϊδάρων, σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀνηλάτης:''' ου ὁ погонщик осла или ослов Dem., Luc., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀν-ηλᾰ́της, ου, ὁ, [[ἐλαύνω]]<br />a [[donkey]]-[[driver]], Dem.
|mdlsjtxt=ὀν-ηλᾰ́της, ου, ὁ, [[ἐλαύνω]]<br />a [[donkey]]-[[driver]], Dem.
}}
}}

Revision as of 21:52, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνηλάτης Medium diacritics: ὀνηλάτης Low diacritics: ονηλάτης Capitals: ΟΝΗΛΑΤΗΣ
Transliteration A: onēlátēs Transliteration B: onēlatēs Transliteration C: onilatis Beta Code: o)nhla/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, (ἐλαύνω) donkey-driver, muleteer, muleskinner, mule skinner, mule-driver, mule driver Archipp.44, D.42.7, Crates Theb. ap. D.L.6.92, PLond.1.131.30 (i A. D.), Gal.10.134, etc.

German (Pape)

[Seite 346] ὁ, der Eseltreiber; Dem. 42, 7; Luc. Asin. 29 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
ânier.
Étymologie: ὄνος, ἐλαύνω.

Russian (Dvoretsky)

ὀνηλάτης: ου ὁ погонщик осла или ослов Dem., Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἐλαύνων, ὁδηγῶν ὄνους, κοινῶς «γαϊδουργιάρης», Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 2, Δημ. 1040, ἐν τέλ, Κράτης παρὰ Διογ. Λ. 6. 92.

Greek Monolingual

ο (Α ὀνηλάτης και ὀνελάτης και ὀνολάτης)
οδηγός όνων, ονηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ξεν-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Greek Monotonic

ὀνηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἐλαύνω), αυτός που οδηγεί, που κατευθύνει την πορεία των γαϊδάρων, σε Δημ.

Middle Liddell

ὀν-ηλᾰ́της, ου, ὁ, ἐλαύνω
a donkey-driver, Dem.