ὁμόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mange avec.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[σῖτος]].
|btext=ος, ον :<br />qui mange avec.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[σῖτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόσῑτος:''' ὁ (тж. ὁ. [[μετά]] τινος Her.) совместно питающийся, сотрапезник Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόσῑτος:''' -ον, αυτός που τρώει μαζί με κάποιον, [[μετά]] τινος, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ὁμόσῑτος:''' -ον, αυτός που τρώει μαζί με κάποιον, [[μετά]] τινος, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόσῑτος:''' ὁ (тж. ὁ. [[μετά]] τινος Her.) совместно питающийся, сотрапезник Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁμό-σῑτος, ον,<br />[[eating]] [[together]], [[μετά]] τινος Hdt.
|mdlsjtxt=ὁμό-σῑτος, ον,<br />[[eating]] [[together]], [[μετά]] τινος Hdt.
}}
}}

Revision as of 21:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόσῑτος Medium diacritics: ὁμόσιτος Low diacritics: ομόσιτος Capitals: ΟΜΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: homósitos Transliteration B: homositos Transliteration C: omositos Beta Code: o(mo/sitos

English (LSJ)

ον, eating together, μετά τινος Id.7.119, Plu.2.643d.

German (Pape)

[Seite 340] zusammen, mit Einem essend, μετά τινος, Her. 7, 119; Hesych. erkl. es durch ὁμοτράπεζος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mange avec.
Étymologie: ὁμός, σῖτος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόσῑτος: ὁ (тж. ὁ. μετά τινος Her.) совместно питающийся, сотрапезник Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόσῑτος: -ον, ὁ τρώγων ὁμοῦ, συντρώγων, μετά τινος Ἡρόδ. 7. 119, Πλούτ. 2. 643D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμόσιτος, -ον)
αυτός που τρώει μαζί με κάποιον άλλο στο ίδιο τραπέζι, ομοτράπεζος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + σῖτος (πρβλ. ολιγό-σιτος)].

Greek Monotonic

ὁμόσῑτος: -ον, αυτός που τρώει μαζί με κάποιον, μετά τινος, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὁμό-σῑτος, ον,
eating together, μετά τινος Hdt.