ὑπαρκτός: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui existe par soi-même <i>ou</i> réellement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάρχω]].
|btext=ή, όν :<br />qui existe par soi-même <i>ou</i> réellement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπάρχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαρκτός:''' Plut., Diog. L., Sext. = [[ὑπαρκτικός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπαρκτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπάρχω]]<br />αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, [[πραγματικός]] (α. «υπαρκτό [[πρόβλημα]]» β. «μαντικὴ ὡς [[ἀνύπαρκτος]], εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να υπάρξει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπαρκτός]] [[σοσιαλισμός]]»<br /><b>(κοινων.)</b> <b>βλ.</b> [[σοσιαλισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπαρκτά</i><br />η ύπαρξη.
|mltxt=-ή, -ό / [[ὑπαρκτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ὑπάρχω]]<br />αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, [[πραγματικός]] (α. «υπαρκτό [[πρόβλημα]]» β. «μαντικὴ ὡς [[ἀνύπαρκτος]], εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να υπάρξει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[υπαρκτός]] [[σοσιαλισμός]]»<br /><b>(κοινων.)</b> <b>βλ.</b> [[σοσιαλισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ὑπαρκτά</i><br />η ύπαρξη.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπαρκτός:''' Plut., Diog. L., Sext. = [[ὑπαρκτικός]].
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαρκτός Medium diacritics: ὑπαρκτός Low diacritics: υπαρκτός Capitals: ΥΠΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: hyparktós Transliteration B: hyparktos Transliteration C: yparktos Beta Code: u(parkto/s

English (LSJ)

ή, όν, subsisting, existent, real, Epicur.Fr.27, Posidon. ap.D.L.7.91, Plu.2.1046c, etc.

German (Pape)

[Seite 1183] ή, όν, adj. verb. von ὑπάρχω, daseiend, existirend, S. Emp. oft; – was zu Grunde liegt oder zu Grunde gelegt werden kann, D. L. 7, 91 aus Posidon.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui existe par soi-même ou réellement.
Étymologie: ὑπάρχω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπαρκτός: Plut., Diog. L., Sext. = ὑπαρκτικός.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαρκτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὑπάρχων, πραγματικός, Ποσειδώνιος παρὰ Διογ. Λ. 7. 91, παρὰ τῷ αὐτῷ 10. 135, Πλούτ. 2. 1046C, κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπαρκτός, -ή, -όν, ΝΜΑ ὑπάρχω
αυτός που υπάρχει, που έχει ύπαρξη, πραγματικός (α. «υπαρκτό πρόβλημα» β. «μαντικὴ ὡς ἀνύπαρκτος, εἰ δὲ καὶ ὑπαρκτή», Επίκ.)
νεοελλ.
1. αυτός που μπορεί να υπάρξει
2. φρ. «υπαρκτός σοσιαλισμός»
(κοινων.) βλ. σοσιαλισμός
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπαρκτά
η ύπαρξη.