ὑπέροπτος: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />méprisant, fier, dédaigneux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερόψομαι]].
|btext=ος, ον :<br />méprisant, fier, dédaigneux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερόψομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέροπτος:''' [[презрительный]], [[надменный]] ([[ὀφρύς]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπέροπτος:''' -ον ([[ὑπερόψομαι]]), [[υπεροπτικός]], [[καταφρονητικός]], σε Ανθ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Σοφ.
|lsmtext='''ὑπέροπτος:''' -ον ([[ὑπερόψομαι]]), [[υπεροπτικός]], [[καταφρονητικός]], σε Ανθ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπέροπτος:''' [[презрительный]], [[надменный]] ([[ὀφρύς]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπέροπτος]], ον, [[ὑπερόψομαι]]<br />[[disdainful]], Anth.; neut. pl. as adv., Soph.
|mdlsjtxt=[[ὑπέροπτος]], ον, [[ὑπερόψομαι]]<br />[[disdainful]], Anth.; neut. pl. as adv., Soph.
}}
}}

Revision as of 21:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέροπτος Medium diacritics: ὑπέροπτος Low diacritics: υπέροπτος Capitals: ΥΠΕΡΟΠΤΟΣ
Transliteration A: hypéroptos Transliteration B: hyperoptos Transliteration C: yperoptos Beta Code: u(pe/roptos

English (LSJ)

(A), ον, A disdainful, ὀφρύς AP12.186 (Strat.); gloss on ὑπέροφρυς, Hsch.: neuter plural as adverb, S.OT883 (lyr.). Regul. Adv. -τως Poll.9.147. II great, excessive, Hsch., cf. Phot., Suid.
ὑπέροπτος (B), ον, (ὀπτάὠ, over-heated, Gal.19.426.

German (Pape)

[Seite 1199] übersehen, verachtet, Sp.; – akt., übersehend, vernachlässigend, dah. hochmüthig, Soph. εἰ δέ τις ὑπέροπτα χερσὶν ἢ λόγῳ πορεύεται, O. R. 833.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
méprisant, fier, dédaigneux.
Étymologie: ὑπερόψομαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέροπτος: презрительный, надменный (ὀφρύς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέροπτος: -ον, (ὑπερόψομαι) ὁ ὑπεροφθείς, περιφρονηθείς, καταφρονηθείς, τοῦτο ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ, ἀλλ’ ὁ Ἡσύχ. ἑρμηνεύει: «ὑπέροπτον· μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια», ἴσως γραπτέον: ὑπέροπλον. ΙΙ. ὑπεροπτικός, καταφρονητικός, ὀφρὺς Ἀνθ. Π. 12. 186· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Ο. Τ. 883. - Ἐπίρρ. -τως, Πολυδ. Θ΄, 147.

Greek Monolingual

(I)
-ον, Α
1. αυτός που περιφρονήθηκε
2. αυτός που περιφρονεί τους άλλους, υπεροπτικός
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροπτον και ὑπέροπτα
με υπεροπτικό τρόπο
4. (το ουδ. ως επίρρ.) (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέροπτον
μέγα καὶ ὑπὲρ τὸ μέτρον, καὶ τὰ ὅμοια».
επίρρ...
ὑπερόπτως Α
με υπεροπτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁπτός (Ι) «ορατός»].
(II)
-ον, Α
αυτός που ψήθηκε περισσότερο από το κανονικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ὁπτός (ΙΙ) «ψητός»].

Greek Monotonic

ὑπέροπτος: -ον (ὑπερόψομαι), υπεροπτικός, καταφρονητικός, σε Ανθ.· ουδ. πληθ. ως επίρρ., σε Σοφ.

Middle Liddell

ὑπέροπτος, ον, ὑπερόψομαι
disdainful, Anth.; neut. pl. as adv., Soph.