ὑπόβαθρον: Difference between revisions

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />support ; <i>au pl.</i> τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βάθρον]].
|btext=ου (τό) :<br />support ; <i>au pl.</i> τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[βάθρον]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόβαθρον:''' τό [[подставка]], [[подпора]], [[основание]] Xen., Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόβαθρον:''' τό, οτιδήποτε βρίσκεται [[κάτω]] από [[βάση]], [[σκελετός]], [[υποδομή]] στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη [[συσκευή]], [[μηχάνημα]] ή [[αιώρημα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑπόβαθρον:''' τό, οτιδήποτε βρίσκεται [[κάτω]] από [[βάση]], [[σκελετός]], [[υποδομή]] στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη [[συσκευή]], [[μηχάνημα]] ή [[αιώρημα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόβαθρον:''' τό [[подставка]], [[подпора]], [[основание]] Xen., Diog. L.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπό-βαθρον, ου, τό,<br />[[anything]] put under: a [[framework]] to [[support]] a [[couch]], a [[rocking]] [[apparatus]], Xen.
|mdlsjtxt=ὑπό-βαθρον, ου, τό,<br />[[anything]] put under: a [[framework]] to [[support]] a [[couch]], a [[rocking]] [[apparatus]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόβαθρον Medium diacritics: ὑπόβαθρον Low diacritics: υπόβαθρον Capitals: ΥΠΟΒΑΘΡΟΝ
Transliteration A: hypóbathron Transliteration B: hypobathron Transliteration C: ypovathron Beta Code: u(po/baqron

English (LSJ)

τό, A anything put under, a base: 1 footstool, Thphr.HP5.7.6, App.Pun.111, D.L.1.94; ὑ. νυμφικά IG22.1485.54. 2 a wooden framework to support a couch, a kind of rocking apparatus, X.Mem.2.1.30, Antyll. ap. Orib.6.23.3, Anon. ap. Stob.4.31.84. 3 keel of a ship, prob. for ὑποβάραθρον in Gal.19.169. 4 step, δἰ ὑποβάθρων Lyd.Mag.2.11, 3.41.

German (Pape)

[Seite 1210] τό, Alles, was man unterstellt oder untersetzt, Grundlage, Fundament, Fußbank, Sp.; auch Fußteppich, wie man erkl. Xen. Mem. 2, 1, 30 οὐ μόνον τὰς στρωμνάς, ἀλλὰ καὶ τὰς κλίνας καὶ τὰ ὑπόβαθρα ταῖς κλίναις παρασκευάζεις.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
support ; au pl. τὰ ὑπόβαθρα traverses diagonales en bois pour servir de support à un lit.
Étymologie: ὑπό, βάθρον.

Russian (Dvoretsky)

ὑπόβαθρον: τό подставка, подпора, основание Xen., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόβαθρον: τό, πᾶν τό ὑποκάτω τιθέμενον ἢ κείμενον, βάσις· 1) ὑποπόδιον, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 7, 6, Ἀππ. Καρχηδ. 111, Διογ. Λ. 1. 194. 2) ὁ ὑπὸ τὸ ἀνάκλιντρον ξύλινος σκελετός, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 30, Ἄντυλλ. παρ’ Ὀρειβασ. 114, Matth., πρβλ. αὐτόθι 170, 172. 3) ἐπὶ τῆς τρόπιδος πλοίου, Γαλην. τ. 5, σ. 338.

Greek Monotonic

ὑπόβαθρον: τό, οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από βάση, σκελετός, υποδομή στήριξης ανάκλιντρου, καθίσματος, κλίνης, αιωρούμενη συσκευή, μηχάνημα ή αιώρημα, σε Ξεν.

Middle Liddell

ὑπό-βαθρον, ου, τό,
anything put under: a framework to support a couch, a rocking apparatus, Xen.