ὑφάντης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />tisserand.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφαίνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />tisserand.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφάντης:''' ου ὁ [[ὑφαίνω]] ткач Plat., Arst., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑφάντης:''' -ου, ὁ ([[ὑφαίνω]]), [[υφαντής]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὑφάντης:''' -ου, ὁ ([[ὑφαίνω]]), [[υφαντής]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφάντης:''' ου ὁ [[ὑφαίνω]] ткач Plat., Arst., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑφάντης]], ου, ὁ, [[ὑφαίνω]]<br />a [[weaver]], Plat.
|mdlsjtxt=[[ὑφάντης]], ου, ὁ, [[ὑφαίνω]]<br />a [[weaver]], Plat.
}}
}}

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφάντης Medium diacritics: ὑφάντης Low diacritics: υφάντης Capitals: ΥΦΑΝΤΗΣ
Transliteration A: hyphántēs Transliteration B: hyphantēs Transliteration C: yfantis Beta Code: u(fa/nths

English (LSJ)

ου, ὁ, weaver, Pl.Phd.87b, R. 369d, Arist.Pol.1291a13, LXX Ex.26.1, PCair.Zen.80.10 (iii B. C.), etc.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tisserand.
Étymologie: ὑφαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑφάντης: ου ὁ ὑφαίνω ткач Plat., Arst., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφάντης: -ου, ὁ, ὁ ὑφαίνων, Πλάτ. Φαίδρ. 87Β, Πολ. 369D, κ. ἀλλ.· ― ἐντεῦθεν ἐπὶ τῆς ἀράχνης, Βυζ.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. υφάντρια και υφάντρα, ΜΑ
βλ. υφαντής.
ο, θηλ. ὑφάντρια και υφάντρα / ὑφάντης, θηλ. ὑφάντρια και ὑφάντρα, ΝΜΑ, και τ. θηλ. φάντρα Ν υφαίνω
τεχνίτης ειδικός στην υφαντική
νεοελλ.
(το αρσ.) ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών της Αφρικής
μσν.
(στο Βυζάντιο) μτφ. η αράχνη.

Greek Monotonic

ὑφάντης: -ου, ὁ (ὑφαίνω), υφαντής, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ὑφάντης, ου, ὁ, ὑφαίνω
a weaver, Plat.