ὑπερίπταμαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπερπτήσομαι, <i>ao.</i> ὑπερεπτάμην, <i>ao.2</i> ὑπερέπτην;<br />voler au-dessus de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἵπταμαι]].
|btext=<i>f.</i> ὑπερπτήσομαι, <i>ao.</i> ὑπερεπτάμην, <i>ao.2</i> ὑπερέπτην;<br />voler au-dessus de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[ἵπταμαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερίπταμαι:''' Arst., Plut., Luc. = [[ὑπερπέτομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερίπταμαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ὑπερπέτομαι]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''ὑπερίπταμαι:''' μεταγεν. [[τύπος]] του [[ὑπερπέτομαι]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερίπταμαι:''' Arst., Plut., Luc. = [[ὑπερπέτομαι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=later form for [[ὑπερπέτομαι]], Plut., Luc.]
|mdlsjtxt=later form for [[ὑπερπέτομαι]], Plut., Luc.]
}}
}}

Revision as of 22:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίπταμαι Medium diacritics: ὑπερίπταμαι Low diacritics: υπερίπταμαι Capitals: ΥΠΕΡΙΠΤΑΜΑΙ
Transliteration A: hyperíptamai Transliteration B: hyperiptamai Transliteration C: yperiptamai Beta Code: u(peri/ptamai

English (LSJ)

later form for ὑπερπέτομαι, Arist.Mir.836a33, Plu. Num.8; πᾶσαν γῆν Max.Tyr.6.6.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἵπταμαι), = ὑπερπέτομαι, oben, darüber wegfliegen, Plut. Num. 8, s. ὑπερπέτομαι.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερπτήσομαι, ao. ὑπερεπτάμην, ao.2 ὑπερέπτην;
voler au-dessus de, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἵπταμαι.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερίπταμαι: Arst., Plut., Luc. = ὑπερπέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ ὑπερπέτομαι, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81, 2, Πλουτ. Νουμ. 8, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 7.

Greek Monolingual

ὑπερίπταμαι ΝΑ
πετώ πάνω από μια περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἵπταμαι «πετώ», μτγν. τ. του πέτομαι.

Greek Monotonic

ὑπερίπταμαι: μεταγεν. τύπος του ὑπερπέτομαι, σε Πλούτ., Λουκ.

Middle Liddell

later form for ὑπερπέτομαι, Plut., Luc.]