ὠτακουστής: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui est aux écoutes, espion.<br />'''Étymologie:''' [[οὖς]], [[ἀκούω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui est aux écoutes, espion.<br />'''Étymologie:''' [[οὖς]], [[ἀκούω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὠτᾰκουστής:''' οῦ ὁ подслушиватель, шпион Arst., Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠτᾰκουστής:''' -οῦ, ὁ ([[ἀκούω]]), αυτός που κρυφακούει, [[κατάσκοπος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''ὠτᾰκουστής:''' -οῦ, ὁ ([[ἀκούω]]), αυτός που κρυφακούει, [[κατάσκοπος]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠτᾰκουστής:''' οῦ ὁ подслушиватель, шпион Arst., Polyb., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠτ-ᾰκουστής, οῦ, ὁ, [[ἀκούω]]<br />a [[listener]], spy, Arist.
|mdlsjtxt=ὠτ-ᾰκουστής, οῦ, ὁ, [[ἀκούω]]<br />a [[listener]], spy, Arist.
}}
}}

Revision as of 22:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠτᾰκουστής Medium diacritics: ὠτακουστής Low diacritics: ωτακουστής Capitals: ΩΤΑΚΟΥΣΤΗΣ
Transliteration A: ōtakoustḗs Transliteration B: ōtakoustēs Transliteration C: otakoustis Beta Code: w)takousth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, listener, eavesdropper, of a person employed as a spy by tyrants, Arist.Pol.1313b14, Mu.398a21, Plb.16.37.1, Plu. 2.522f.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui est aux écoutes, espion.
Étymologie: οὖς, ἀκούω.

Russian (Dvoretsky)

ὠτᾰκουστής: οῦ ὁ подслушиватель, шпион Arst., Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ὠτᾰκουστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὠτακουστῶν, προσπαθῶν κρυφίως νὰ ἀκούσῃ τι, κατάσκοπος, οἷος ὁ ὑπὸ τῶν τυράννων χρησιμοποιούμενος ἵνα ὠτακουστῇ, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 7, περὶ Κόσμου 6, 9, Πολύβ. 16. 37, 1, Πλούτ. 2. 522F.

Greek Monolingual

ο / ὠτακουστής, ΝΑ ὠτακουστῶ
άτομο που κρυφακούει
αρχ.
κατάσκοπος που χρησιμοποιούσαν ιδίως οι τύραννοι («τοὺς ὠτακουστὰς ἐξέπεμπεν Ἱέρων, ὅπου τις εἴη συνουσία καὶ σύλλογος», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

ὠτᾰκουστής: -οῦ, ὁ (ἀκούω), αυτός που κρυφακούει, κατάσκοπος, σε Αριστ.

Middle Liddell

ὠτ-ᾰκουστής, οῦ, ὁ, ἀκούω
a listener, spy, Arist.