ὑπολισθάνω: Difference between revisions

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
Line 24: Line 24:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -ολισθήσω<br />to [[slip]] or [[slide]] [[gradually]], Luc.
|mdlsjtxt=fut. -ολισθήσω<br />to [[slip]] or [[slide]] [[gradually]], Luc.
}}
{{pape
|ptext=<i>[[sacht]], [[allmälig]], [[unvermerkt]] [[gleiten]], [[hinabgleiten]], [[fallen]]</i>; Luc. <i>Dem. enc</i>. 12; εἰς τὸν θαλάττιον βίον Ael. <i>H.A</i>. 9.9.
}}
}}

Revision as of 16:57, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολισθάνω Medium diacritics: ὑπολισθάνω Low diacritics: υπολισθάνω Capitals: ΥΠΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: hypolisthánō Transliteration B: hypolisthanō Transliteration C: ypolisthano Beta Code: u(polisqa/nw

English (LSJ)

and (later) ὑπ-ολισθαίνω, slip or slide slightly, Hp. Art.5, Poll.2.15: metaph., ὑ. εἰς ὕπνον Ael.VH2.35; εἰς τὰς τερψεις Luc.Dem.Enc.12.

French (Bailly abrégé)

glisser ou tomber insensiblement : εἰς τὰς θρύψεις LUC dans la mollesse.
Étymologie: ὑπό, ὀλισθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολισθάνω: καὶ (μεταγεν.) ὑπολισθαίνω, μέλλ. -ολισθήσω, ὀλισθαίνω, γλιστρῶ ὀλίγον τι, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 782, Πολυδ. Β΄, 15· - μεταφ., ὑπ. εἰς ὕπνον Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 35· εἰς τὰς τέρψεις Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 12· ἐπὶ τὰ χείρω Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνσταντ. 3. 69· πρὸς ἀπάτην ὑπολισθαίνειν Φώτ. ἐν Wolf. Ἀνεκδ. τ. 1, σ. 107.

Greek Monolingual

ΜΑ, και ὑπολισθαίνω, Α
μτφ. περιπίπτω σε μια κατάσταση («ὑπολισθαίνειν εἰς ὕπνον», Αιλ.)
αρχ.
γλιστρώ, ολισθαίνω λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀλισθάνω / ὀλισθαίνω «γλιστρώ»].

Greek Monotonic

ὑπολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή ολισθαίνω σταδιακά, σε Λουκ.

Middle Liddell

fut. -ολισθήσω
to slip or slide gradually, Luc.

German (Pape)

sacht, allmälig, unvermerkt gleiten, hinabgleiten, fallen; Luc. Dem. enc. 12; εἰς τὸν θαλάττιον βίον Ael. H.A. 9.9.