ὠμοκρατής: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />aux fortes épaules.<br />'''Étymologie:''' [[ὦμος]], [[κράτος]].
|btext=ής, ές :<br />aux fortes épaules.<br />'''Étymologie:''' [[ὦμος]], [[κράτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμοκρατής:''' [[ὠμός]] с неукротимой силой, неистовый, по по друг. [[ὦμος]] с мощными плечами ([[Αἴας]] Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὠμοκρᾰτής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[ὠμός]]), αυτός που έχει [[δύναμη]] άγρια, ωμή, [[ορμή]] ατίθαση· ή ([[ὦμος]]) αυτός που έχει δυνατούς ώμους, σε Σοφ.
|lsmtext='''ὠμοκρᾰτής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[ὠμός]]), αυτός που έχει [[δύναμη]] άγρια, ωμή, [[ορμή]] ατίθαση· ή ([[ὦμος]]) αυτός που έχει δυνατούς ώμους, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὠμοκρατής:''' [[ὠμός]] с неукротимой силой, неистовый, по по друг. [[ὦμος]] с мощными плечами ([[Αἴας]] Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠμο-κρᾰτής, ές [[ὠμός]]<br />of [[rude]] [[untamed]] [[might]], or (ὦμοσ) [[strong]]-shouldered, Soph.
|mdlsjtxt=ὠμο-κρᾰτής, ές [[ὠμός]]<br />of [[rude]] [[untamed]] [[might]], or (ὦμοσ) [[strong]]-shouldered, Soph.
}}
}}

Revision as of 22:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμοκρᾰτής Medium diacritics: ὠμοκρατής Low diacritics: ωμοκρατής Capitals: ΩΜΟΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: ōmokratḗs Transliteration B: ōmokratēs Transliteration C: omokratis Beta Code: w)mokrath/s

English (LSJ)

ές, of rude untamed might, of Ajax, S.Aj.205 (anap.); also expld. as strong-shouldered, v. Sch. ad loc.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
aux fortes épaules.
Étymologie: ὦμος, κράτος.

Russian (Dvoretsky)

ὠμοκρατής: ὠμός с неукротимой силой, неистовый, по по друг. ὦμος с мощными плечами (Αἴας Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμοκρᾰτής: -ές, γεν. -έος, (ὠμὸς) ὁ ἔχων δύναμιν ὠμήν, ἀτίθασον, ἐπὶ τοῦ Αἴαντος, Σοφ. Αἴ. 205· οὕτω, ὠμοῖς ἐν νόμοις πατρὸς αὐτόθι 548. - Ἕτεροι, ἧττον ὀρθῶς ἑρμηνεύουσιν ὁ ἰσχυρὸς τοὺς ὤμους, παραβάλλοντες τὰ ἐν Ἰλ. Γ. 227, ἀλλ᾿ ἴδε Σχόλια καὶ ἑρμηνευτάς. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 121.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ' άλλους, ο ωμός και ισχυρός
2. (ως προσωνυμία του Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση δύναμη («νῦν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς Αἴας θαλερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος ή ὠμός + -κρατής (< κράτος «δύναμη»), πρβλ. πολυ-κρατής].

Greek Monotonic

ὠμοκρᾰτής: -ές, γεν. -έος (ὠμός), αυτός που έχει δύναμη άγρια, ωμή, ορμή ατίθαση· ή (ὦμος) αυτός που έχει δυνατούς ώμους, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὠμο-κρᾰτής, ές ὠμός
of rude untamed might, or (ὦμοσ) strong-shouldered, Soph.