δημορριφής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημορριφής]], -ές (Α)<br /><b>φρ.</b> «δημορριφεῑς... ἀράς» — κατάρες που ρίχτηκαν από τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ριφής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ριφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίπτω]]].
|mltxt=[[δημορριφής]], -ές (Α)<br /><b>φρ.</b> «δημορριφεῖς... ἀράς» — κατάρες που ρίχτηκαν από τον λαό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ριφής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ριφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ρίπτω]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:10, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημορρῐφής Medium diacritics: δημορριφής Low diacritics: δημορριφής Capitals: ΔΗΜΟΡΡΙΦΗΣ
Transliteration A: dēmorriphḗs Transliteration B: dēmorriphēs Transliteration C: dimorrifis Beta Code: dhmorrifh/s

English (LSJ)

ές, hurled by the people, ἀραί A.Ag.1616.

Spanish (DGE)

(δημορρῐφής) -ές lanzado, proferido por el pueblo ἀραί A.A.1616.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
lancé par le peuple.
Étymologie: δῆμος, ῥίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημορριφής -ές [δῆμος, ῥίπτω] door het volk geuit.

Russian (Dvoretsky)

δημορρῐφής: брошенный народом, народный (ἀρά Aesch.).

Greek Monolingual

δημορριφής, -ές (Α)
φρ. «δημορριφεῖς... ἀράς» — κατάρες που ρίχτηκαν από τον λαό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ριφής < ριφή < ρίπτω].

Greek Monotonic

δημορρῐφής: -ές (ῥίπτω), αυτός που εκτοξεύεται από το λαό, π.χ. κατάρα, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

δημορριφής: -ές, ὁ ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐρριμμένος, ἀραὶ δ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1616.

Middle Liddell

ῥίπτω
hurled by the people, Aesch.