καρύκινος: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=η, ον :<br />qui a une couleur de civet, une couleur rouge foncé.<br />'''Étymologie:''' [[καρύκη]]. | |btext=η, ον :<br />[[qui a une couleur de civet]], [[une couleur rouge foncé]].<br />'''Étymologie:''' [[καρύκη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:05, 8 January 2023
English (LSJ)
η, ον, of the colour of καρύκη, dark-red, X.Cyr.8.3.3.
German (Pape)
[Seite 1331] von der Farbe der καρύκη, blutfarbig, dunkelroth; Xen. Cyr. 8, 3, 2; VLL.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui a une couleur de civet, une couleur rouge foncé.
Étymologie: καρύκη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρύκινος -η -ον [καρύκη] zoals καρύκη, d.w.z. roodbruin
Russian (Dvoretsky)
κᾰρύκινος: (ῡ) кроваво-красный, алый (ἱμάτιον Xen.).
Greek Monolingual
καρύκινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα της καρύκης, βαθυκόκκινος («οὔτε φοινικίδων οὔτε καρυκίνων ἱματίων», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρύκη + κατάλ. -ινος (πρβλ. ακάνθινος, φοίνικινος)].
Greek Monotonic
κᾰρύκινος: -η, -ον, βαθυκόκκινος, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρύκῐνος: -η, -ον, ἔχων τὸ χρῶμα τῆς καρύκης, δηλ. βαθὺ κόκκινον, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 3.
Middle Liddell
κᾰρύκινος, η, ον [from κᾰρύ¯κη]
dark-red, Xen.