κολαστής: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />qui réprime, qui châtie.<br />'''Étymologie:''' [[κολάζω]]. | |btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />[[qui réprime]], [[qui châtie]].<br />'''Étymologie:''' [[κολάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:00, 9 January 2023
English (LSJ)
οῦ, ὁ, chastiser, punisher, Ζεύς τοι κ. τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων A.Pers.827, cf. S.OT1148, E. Heracl.388, Pl.Lg.863a, Epicur.Sent.34, Phld.Mort.17, etc.; κ. τῶν ἀδικούντων Lys.27.3, cf. Gorg.Fr.6; νόμοι κ. Critias 25.6 D.; tormentor, in Hades, Plu.2.567d (pl.).
German (Pape)
[Seite 1472] ὁ, der Züchtiger, Strafer; Ζεύς τοι κολ. τῶν ὑπερκόμπων ἄγαν φρονημάτων Aesch. Pers. 813; Soph. O. R. 1148 El. 1455; Eur. Heracl. 389; νόμοι κολασταί Criti. bei S. Emp. adv. phys. 1, 54; κολ. τῶν ὰμαρτανόντων Plat. Legg. IX, 863 a; Lys. 27, 3 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
qui réprime, qui châtie.
Étymologie: κολάζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κολαστής -οῦ [κολάζω] bestraffend; subst. bestraffer:. Ζεύς τοι κολαστής … ἔπεστιν Zeus is zeker als bestraffer aanwezig Aeschl. Pers. 827; νόμους θέσθαι κολαστάς wetten instellen als bestraffers Criti. B 25.6.
Russian (Dvoretsky)
κολαστής: οῦ ὁ каратель (τῶν ὑπερκόμπων - v.l. ὑπερκόπων - φρονημάτων Aesch.; τῶν ἁμαρτανόντων Plat.; τῶν ἀδικούντων Lys.).
Greek Monolingual
ο, θηλ. κολάστρια (AM κολαστής) κολάζω
1. αυτός που τιμωρεί κάποιον, τιμωρός, παιδευτής («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.)
2. βασανιστής
νεοελλ.
αυτός που παρασύρει σε αμαρτία, αυτός που προκαλεί το κόλασμα, το αμάρτημα.
Greek Monotonic
κολαστής: -οῦ, ὁ (κολάζω), τιμωρός, σωφρονιστής, σε Τραγ.
Greek (Liddell-Scott)
κολαστής: -οῦ, ὁ, ὁ κολάζων, τιμωρῶν, τιμωρός, Ζεύς τοι κ. τῶν ὑπερκόπων ἄγαν φρονημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 827. οὕτω παρὰ Σοφ., Εὐρ., Πλάτ., κτλ.· κ. τῶν ἀδικούντων Λυσ. 178. 6· νόμοι κολασταὶ Κριτίας 9. 6.
Middle Liddell
κολαστής, οῦ, κολάζω
a chastiser, punisher, Trag.