προβληματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προβληματώδης -ες [πρόβλημα] problematisch.
|elnltext=προβληματώδης -ες [πρόβλημα] [[problematisch]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβλημᾰτώδης Medium diacritics: προβληματώδης Low diacritics: προβληματώδης Capitals: ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: problēmatṓdēs Transliteration B: problēmatōdēs Transliteration C: provlimatodis Beta Code: problhmatw/dhs

English (LSJ)

ες, problematical, Plu.Cat.Mi.25.

German (Pape)

[Seite 712] ες, von der Art einer Aufgabe, Plut. Cat. min. 25 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
controversé.
Étymologie: πρόβλημα, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβληματώδης -ες [πρόβλημα] problematisch.

Russian (Dvoretsky)

προβλημᾰτώδης: затруднительный, спорный (π. καὶ ἄπορος Plut.).

Greek Monolingual

-ες / προβληματώδης, -ῶδες, ΝΑ πρόβλημα, -ατος]
1. όμοιος με πρόβλημα, προβληματικός
2. (κατ' επέκτ.) δυσχερής, αμφίβολος.

Greek Monotonic

προβλημᾰτώδης: -ες (εἶδος), προβληματικός, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προβλημᾰτώδης: -ες, (πρόβλημα IV) προβληματικός, προβλήματι ὅμοιος, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 25.

Middle Liddell

προβλημᾰτ-ώδης, ες εἶδος
problematical, Plut.