πολύπικρος: Difference between revisions

From LSJ

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύπικρος -ον [πολύς, πικρός] zeer bitter.
|elnltext=πολύπικρος -ον [πολύς, πικρός] [[zeer bitter]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 13:50, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπικρος Medium diacritics: πολύπικρος Low diacritics: πολύπικρος Capitals: ΠΟΛΥΠΙΚΡΟΣ
Transliteration A: polýpikros Transliteration B: polypikros Transliteration C: polypikros Beta Code: polu/pikros

English (LSJ)

ον, very keen or bitter: neuter plural as adverb, Od.16.255: regul.Adv. -κρως Eust.1801.35.

German (Pape)

[Seite 668] sehr bitter, sehr schmerzhaft; μὴ πολύπικρα καὶ αἰνὰ βίας ἀποτίσεαι, adverbial, Od. 16, 255. – Adv., Eust.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très amer.
Étymologie: πολύς, πικρός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύπικρος -ον [πολύς, πικρός] zeer bitter.

Russian (Dvoretsky)

πολύπικρος: досл. весьма горький, перен. мучительный, жестокий: πολύπικρα καὶ αἰνά Hom. себе на горе и на несчастье.

English (Autenrieth)

neut. pl. as adv., very bitterly, Od. 16.255†.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
ο πολύ πικρός, ο πολύ θλιβερός
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πολύπικρα
με πολύ πικρό τρόπο.
επίρρ...
πολυπίκρως Μ
με πολλή πίκρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πικρός.

Greek Monotonic

πολύπικρος: -ον, οξύς ή πικρός· πολύπικρα ως επίρρ., σε Ομήρ. Οδ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπικρος: -ον, ὁ πολὺ δριμὺς ἢ πικρός· πολύπικρα ὡς ἐπίρρ., = πολὺ πικρῶς, Ὀδ. Π. 255· ὁμαλ. ἐπίρρ. πολυπίκρως, Εὐστ. 1801. 35.

Middle Liddell

πολύ-πικρος, ον,
very keen or bitter; πολύπικρα as adv., Od.